Μενού Κλείσιμο

Το κράνος του Φιλίππου και ο θώρακας του είχαν κατασκευαστεί από ένα είδος σιδήρου που όταν είναι καθαρός από προσμίξεις λάμπει σαν ανοξείδωτο ατσάλι. Στον τάφο του στη Βεργίνα η χρυσή λάρνακα με τα καμένα οστά, αλλά κυρίως το χρυσό στεφάνι με φύλλα βελανιδιάς, που αποτελεί την απόλυτη ένδειξη της βασιλικής ταυτότητας, αναδεικνύουν μέσα από την καθαρότητα του υλικού τους το κύρος του ηγεμόνα, τη σχεδόν θεϊκή του υπόσταση. Το χρυσάφι που θα συγκέντρωνε μερικά χρόνια αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος από τους βασιλικούς θησαυρούς της Περσίας μπορούσε να αποτιμηθεί μόνο μετρώντας το σε τόνους.

Οι πολεμιστές που έρχονται στο φως από τον 7ο ως και τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα στο Αρχοντικό της Πέλλας είχαν ταφεί με όλη την πανοπλία τους, τα χρυσά προσωπεία και επιστόμια, τα χρυσά χειρόκτια, τα κοσμήματα, τα ελάσματα που διακοσμούσαν τα υποδήματά τους. Γιατί ο χρυσός και ο άργυρος θεωρούνταν τα πλέον κατάλληλα υλικά για να εκφράσουν την άφθαρτη σχέση με τον χρόνο.

Μαλακός αλλά τρομερά πυκνός, ελατός αλλά αναλοίωτος. Με απαλή κίτρινη, άσπρη ή πράσινη στιλπνη λάμψη, ένα μέταλλο που σπινθηροβολεί. Τίποτα από αυτά όμως δεν ήταν τόσο ισχυρό για τους αρχαίους όσο η έμφυτη, αν και ανέκφραστη πίστη ότι ο χρυσός ήταν η θεϊκή πεμπτουσία, όπως ο ήλιος και η φωτιά, ένα ιερό υλικό δηλαδή.

Στη βραχμανική Ινδία, όπου είχαν εισχωρήσει οι Μακεδόνες, όταν δεν μπορούσαν να ανάψουν φωτιά για να προσφέρουν θυσία, η «Μαχαμπχαράτα» αναφέρει ότι είχαν τη δυνατότητα να την αντικαταστήσουν με χρυσάφι, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους, όπως μοιάζουν με τον ήλιο.

Ο χρυσός, δηλαδή, ήταν περιζήτητος εκτός των άλλων για θρησκευτικούς και μυστικιστικούς λόγους, αφού από χρυσό θεωρούνταν ότι ήταν φτιαγμένοι οι θεοί, ενώ με χρυσές μάσκες κάλυπταν τα πρόσωπα των νεκρών βασιλιάδων. Έτσι και οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου, κατακτώντας την Ανατολή και παίρνοντας ως λάφυρα κοσμήματα, στολίδια και σκεύη, πίστευαν ότι ανυψώνονται στην ανθρώπινη κλίμακα και ότι θα γνώριζαν επί γης την αρχή της αποθέωσης.

 

Η προέλευση

Στην Αρχαϊκή Εποχή ψήγματα χρυσού κατέβαζε ο ποταμός Εχέδωρος (σημερινός Γαλλικός), ενώ τα ορυχεία του Παγγαίου έδιναν σταθερά χρυσό και άργυρο. Σύμφωνα με τις πηγές, ο Αλέξανδρος Α’ της Μακεδονίας ανέθεσε χρυσό άγαλμα του στους Δελφούς, πιθανότατα από περσικά λάφυρα, αφού είχε νικήσει το 479 π.Χ. τον στρατό του Ξέρξη στον Στρυμόνα, ενώ εκείνος υποχωρούσε μετά την ήττα του στη Σαλαμίνα.

Ο Φίλιππος Β’, εκτός από το Παγγαίο, επεκτείνεται σε ορυχεία βορείως της Μακεδονίας και στη Χαλκιδική, στο Στρατώνι συγκεκριμένα, όπου η παραγωγή των τοπικών χρυσωρυχείων αυξάνεται σε περισσότερα από 1000 τάλαντα. Τότε κυκλοφορεί το πρώτο του χρυσό νόμισμα, τους φιλίππειους στατήρες, με τον Απόλλων στη μία όψη και στην άλλη ένα άρμα συρόμενο από δύο άλογα. Οι στατήρες αυτοί γίνονται το δολάριο της εποχής και έχουν διάρκεια στον χρόνο, αφού πολύ αργότερα οι Ρωμαίοι τους χρησιμοποιούν ως φυλακτά ή τους προσφέρουν ως πολύτιμα δώρα.

Στην εποχή του Φιλίππου αναπτύσσονται εξαιρετικά εργαστήρια κατεργασίας χρυσού, κάτι που δείχνει ότι υπάρχει τόσο η πρώτη ύλη όσο και οι αγοραστές. Στο χρυσάφι που έχει συσσωρευθεί οφείλονται η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, οι κτήσεις νέων πόλεων, όπως και οι δωρεές του Φιλίππου στα μεγάλα ιερά.

 

Τα λάφυρα

Η κατάκτηση της Περσίας θα αποφερεί στη συνέχεια δεκάδες ή εκατοντάδες τάλαντα σε καθαρό χρυσό και νομίσματα (χρυσοί δαρεικοί). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, για τη μεταφορά από την Περσέπολη του νομισματοποιημένου ασημιού και των αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα χρειάστηκαν 10.000 ζευγάρια μουλαριών και 5.000 καμήλες. Ο Διόδωρος και ο Κόιντος Κούρτιος, πιο επιφυλακτικού, αποτιμούν σε 120.000 τάλαντα τον χρυσό μόνο της Περσέπολης και σε 3.000 τις καμήλες της εφοδιοπομπής. Ο Στράβων που αναφέρει πως όλοι οι περσικοί θησαυροί συγκεντρώθηκαν στην ακρόπολη των Εκβατάνων (σημερινό Hamadan), λέει ότι ανέρχονταν σε 180.000 τάλαντα. Να προστεθεί στο νούμερο αυτό και το προϊόν της λαφυραγωγίας της συνοδείας του Δαρείου μετά τη δολοφονία του τον Ιούλιο του 330 π.Χ., που αντιστοιχεί σε 26.000 τάλαντα, από τα οποία τα μισά μοιράστηκαν στους στρατιώτες.

Οι Μακεδόνες άλλωστε γνώριζαν καλά από που εξαγόταν ο χρυσός και το ενδιαφέρον τους ήταν να εξασφαλίσουν τις πηγές των ποταμών Ιαξάρτη (Συρ-Ντάρια) και Ωξού (Αμού-Ντάρια), που ήταν οι περιοχές διέλευσης της χρυσόσκονης.

Συχνά αυτό που έπαιρναν ήταν ήλεκτρο και όχι καθαρός χρυσός, ωστόσο στα εργαστήρια των περσικών πρωτευουσών και στην εξελληνισμένη Λυδία γνώριζαν πώς να διαχωρίζουν το χρυσάφι από το κράμα και πως να το χύνουν σε ράβδους και σε πλάκες, έτοιμες να μετατραπούν σε νομίσματα.

 

Τα οφέλη

Τα λάφυρα – κοσμήματα και πολύτιμα πετράδια – είναι καλοδεχούμενα στα εργαστήρια της Μακεδονίας και της παλαιάς Ελλάδας, τα δαχτυλίδια με τις πολύτιμες πέτρες, οι καταστόλιστες κασετίνες, οι πόρπες, τα σκουλαρίκια, οι δακτυλιόλιθοι και τα βραχιόλια αντικαθιστούν τα κοσμήματα που κατασκευάζονταν ως τότε μόνο από χρυσό ή ασήμι. Διατρέχοντας άλλωστε τα όρη του Δυτικού Πακιστάν, στα νότια από το σύγχρονο Καράτσι, οι Μακεδόνες θα γνωρίσουν για πρώτη φορά το ρουμπίνι και το σμαράγδι.

Η διαφορά από την αρχή της εκστρατείας είναι τεράστια. Όπως θα πει το 324 π.Χ. ο Αλέξανδρος στο επαναστατημένο στράτευμα, στο θησαυροφυλάκιο του Φιλίππου είχε βρει λιγότερα από 60 τάλαντα και αντίθετα 500 τάλαντα χρέη. Χρειάστηκε έτσι να δανειστεί 800 τάλαντα προκειμένου να εφοδιάσει τον στρατό προτού ξεκινήσει για την Ασία και αυτό το ποσό δεν αντιπροσώπευε ούτε τους μισθούς ενός μηνός των 1.800 ιππέων και των 12.000 πεζών του.

Όλη η Ελλάδα, όχι μόνο η Μακεδονία, ωφελήθηκε από αυτό το χρυσάφι. Μεταξύ του 330 και του 300 π.Χ. ο πλούτος φαίνεται σε όλη τη χώρα. Ο Αλέξανδρος έστειλε χρυσό και νομίσματα στη Μακεδονία, ενώ χρυσάφι ήρθε πίσω από τους βετεράνους, οι οποίοι επέστρεψαν με τα λάφυρα από την αναδιανομή ή τους μισθούς τους. Ο πλούτος αυτός όμως δεν μένει. Μέσα σε 100 χρόνια έχει εξαφανιστεί από την Ελλάδα και έχει μετακινηθεί στα ελληνιστικά κέντρα της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολής.

 

Οι συνέπειες του πλουτισμού

Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην Ελληνιστική Εποχή, με την Πέλλα να γίνεται η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, είναι το αναμφισβήτητο όφελος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή. Η γενικότερη ευμάρεια, η άνθηση του εμπορίου και η καλλιέργεια των τεχνών οφείλουν πολλά στον περσικό χρυσό. Οι αριθμοί είναι ευκρινέστεροι: Η Αθήνα στην ακμή της το 442 π.Χ. είχε προσόδους μόνο 2.000 τάλαντα. Ο Φίλιππος Β’ υπερεκμεταλλευόμενος τα ορυχεία του Παγγαίου είχε για ένα διάστημα 1.000 τάλαντα ετησίως. Αλλά η κατάκτηση των περσικών θησαυρών απέφερε στον Αλέξανδρο διακόσιες φορές περισσότερα.

Η συρροή χρυσού στην Ανατολική Μεσόγειο αλλάζει τάχιστα τις ισορροπίες. Από τη μία, συμβάλλει στην ανάπτυξη της τεχνικής και στην εντατικοποίηση της παραγωγής. Από την άλλη, δημιουργεί κύμα αγορών (ακόμη και συνειδήσεων). Οι τραπεζίτες και οι σαράφηδες που σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας αγόραζαν από αποστρατευμένους στρατιώτες τους χρυσούς δαρεικούς του μισθού τους, καθώς και οι πόλεις που τους ξανάχυναν και τους μετέτρεπαν σε χρυσούς στατήρες των 8,5 γραμμαρίων έκαναν επικερδείς επιχειρήσεις. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτή την εποχή η ισοτιμία ανάμεσα στο χρυσό και στο ασήμι ήταν στην Ελλάδα 1 προς 10, ενώ στους Πέρσες 1 προς 13, στη Δύση είχαν πολύ μεγαλύτερο συμφέρον – για την ακρίβεια, κατά 30% – να ανταλλάσσουν τα ασημένια νομίσματα τους με χρυσά. Κερδοσκοπία και εμπόριο νομισμάτων πήγαιναν μαζί και όπως ήταν επόμενο η οικονομία της Ελλάδας βίωσε τεράστια αναστάτωση.

ΠΗΓΕΣ:

Εφημερίδα, το Βήμα

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

https://ellinondiktyo.blogspot.com/2012/02/blog-post_5924.html