Η λέξη δώρον πρωτομαρτυρείται σε μια πήλινη πινακίδα Γραμμικής Β γραφής του 13ου αιώνα π.Χ. Στην πινακίδα τούτη καταγράφεται μια εορτή κατά την οποία το ανάκτορο αποστέλλει εν πομπή προς διάφορα ιερά και θεότητες πολύτιμα δώρα (do-ra) (δεκατρία χρυσά αγγεία). Δε χωρά αμφιβολία ότι η λέξη do-ra της πυλιακής πινακίδας έχει την έννοια του ιερού αναθήματος, αφού αποδέκτες των χρυσών αγγείων είναι θεότητες όπως η Πότνια, η Μάνασα, ο Δίας κ.α.
Σε άλλες πινακίδες, πάλι Γραμμικής Β, καταχωρίζονται πολυάριθμες προσφορές λαδιού, μελιού, ζώων κ.α. προς θεότητες, προσφορές χαρακτηριζόμενες με το ουσιαστικό do-so-mo (δοσμός). Σίγουρα οι μυκηναϊκές-ελληνικές λέξεις δώρον και δοσμός, παράγωγες αμφότερες του δίδωμι, χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα, από την άποψη ότι δηλώνουν και οι δύο προσφορές σε θεότητες. Ωστόσο, φαίνεται ότι η μεν πρώτη χαρακτηρίζει, ειδικότερα, τα πολύτιμα, περίτεχνα αντικέιμενα, ενώ η δεύτερα, ως αφηρημένο ουσιαστικό, δήλωνε περισσότερο αυτήν καθεαυτήν την πράξη της προσφοράς.
Είναι εύλογο, παράλληλα, να δεχθούμε ότι η λέξη δώρο κατά την Μυκηναϊκή εποχή, εκτός από αναθήματα σε θεούς, θα σήμαινε – σε κοσμικό επίπεδο – οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο περνούσε, με συναισθηματική φόρτιση, προσδοκία ή σκοπιμότητα, από ένα πρόσωπο, τον δωρητή, σε κάποιο άλλο πρόσωπο, τον αποδέκτη, ως εμπράγματο σημάδι κοινωνικής σχέσης και συναλλαγής.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν και τα ομηρικά έπη, στα οποία παρουσιάζεται μεγάλη ποσότητα και ποικιλία δώρων, τα οποία ρύθμιζαν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και με τους θεούς. Ανάμεσα σε άλλα, μαθαίνουμε από τον Όμηρο πως τα δώρα προξενούν χαρά και ευφροσύνη όχι μόνο στον αποδέκτη τους, αλλά και στον δωρητή τον ίδιο, και τα εκτιμούσαν όχι τόσο λόγω της χρηστικότητας και της μετρήσιμης αξίας τους, αλλά για την ομορφιά και την υψηλή τους τέχνη. Τα παλιά περίτεχνα δώρα φυλάσσονταν ως κειμήλια στον οίκο, αλλά ενίοτε ορισμένα από αυτά δωρίζονταν σε νέα πρόσωπα, ως ένδειξη υψηλής εκτίμησης. Αντιστοίχως και οι θεοί αντιδώριζαν τους θνητούς με εξουσία, πλούτη, ομορφιά και όποιες αρετές κοσμούν τη θνητή φύση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πανδώρα, που έλαβε τέτοιο όνομα, επειδή δώρα της δώρισαν όλοι οι θεοί.
Την λέξη δώρο την συναντάμε και σε πολλά άλλα ονόματα, στην αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα από την Μυκηναϊκή και Μινωική περίοδο τα Θεοδώρα, Αμφίδωρος, Πολύδωρος, Εύδωρος.
Σε προνομισματικές κοινωνίες, σαν κι αυτές του προϊστορικού και πρωτοϊστορικού Αιγαίου, η ελίτ, στην ανάγκη της για προβολή και αυτοπροβολή, προσέφευγε, ανάμεσα σε άλλα, και στην κατοχή και επίδειξη αντικειμένων γοήτρου. Οι ανταλλαγές δώρων ανάμεσα στους ισχυρούς της Κρήτης κι εκείνους των Κυκλάδων ή της Μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Η λαμπρή δωροφορία είτε μεταξύ τους, είτε με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν της φαραωικής Αιγύπτου, κινητοποιούσε ασφαλώς ανταποδοτικούς μηχανισμούς.
Ο ρόλος του δώρου, λοιπόν, είναι πολυσήμαντος την περίοδο εκείνη, διατρέχωντας ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση, αποτελώντας παραδοσιακά θεσμοθετημένο «εργαλείο» και βασικό στοιχείο στους κοινωνικούς κώδικες επικοινωνίας.