Μενού Κλείσιμο

Στην αρχαία Ελλάδα η μέρα και η νύχτα διαιρούνταν διαφορετικά από ότι σήμερα. Η μέρα των προγόνων μας ξεκινούσε με το φως της αυγής, τρώγοντας το πρώτο τους γεύμα, το οποίο ονόμαζαν «ακράτισμα», και συνήθως περιλάμβανε κριθαρένιο ή σταρένιο ψωμί βουτηγμένο σε λίγο ανέρωτο κρασί (τον άκρατον οίνον). Πιο συχνά, όμως, το πρωινό ήταν απλά μια κούπα από «κυκεώνα», δηλαδή ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, για το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Το πολυτελές ακράτισμα περιλάμβανε σύκα και ελιές. Προς το μεσημέρι ή προς το απόγευμα έπαιρναν ένα πρόχειρο γεύμα (άριστον) που το έτρωγαν στα γρήγορα. Ορισμένοι ξαναέτρωγαν προς το βράδυ (εσπέρισμα). Ωστόσο, το πιο πλούσιο γεύμα το άφηναν για το τέλος τα μέρας, όταν πια είχε νυχτώσει τελείως. Το γεύμα αυτό το ονόμαζαν δείπνο.

 

Τα συμπόσια

Οι Έλληνες αγαπούσαν ιδιαίτερα τα συμπόσια, εκεί, δηλαδή, που οι άνθρωποι πίνουν παρέα – όλοι μαζί. Στην αρχαιότητα, λοιπόν, τα συμπόσια ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή και τα οργάνωναν με κάθε ευκαιρία: σε οικογενειακές γιορτές και σε γιορτές ή επετείους της πόλης. Τέτοιες αφορμές έβρισκαν έπειτα από νίκες σε αθλητικούς αγώνες ή ποιητικές αναμετρήσεις ή, πάλι, όταν ερχόταν ή έφευγε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Τα συμπόσια χωρίζονταν σε ιδιωτικά και σ’ αυτά των θρησκευτικών συλλόγων ή διαφόρων συνδέσμων (θιάσων).

Τελετουργικά, τα συμπόσια είχαν δύο μέρη. Στο πρώτο έτρωγαν καλά ώστε να ικανοποιήσουν την πείνα τους με τον καλύτερο τρόπο και στη δεύτερη και μεγαλύτερη φάση έπιναν διάφορα ποτά, κυρίως κρασί. Στη διάρκεια της δεύτερης φάσης, αυτής της οινοποσίας, οι συμπότες διασκέδαζαν με συζητήσεις, πνευματικά παιχνίδια αλλά και θεάματα, μουσική και χορούς. Φυσικά, με το ποτό συνήθιζαν να ροκανίζουν διάφορα τραγήματα: φρούτα ή ξηρούς καρπούς, γλυκά, κουκκιά ή στραγάλια. Στα συμπόσια αυτά δεν λάμβαναν μέρος οι γυναίκες. Σαν αντιστάθμισμα γι’ αυτόν τον αποκλεισμό, οργάνωναν θρησκευτικές γιορτές – συμπόσια στα οποία λάμβαναν μέρος μόνο γυναίκες, όπως για παράδειγμα τα Θεσμοφόρια στην Αθήνα. Ωστόσο, στον αιώνα του Περικλή οι γυναίκες εμφανίζονταν στα συμπόσια προκειμένου να υπηρετούν τους άνδρες ή να τους διασκεδάζουν.

Στο δε δεύτερο μέρος του συμποσίου συμμετείχαν γυναίκες μουσικοί, χορεύτριες και εταίρες. Συμπόσια οργάνωναν κυρίως οι πλούσιοι, οι οποίοι έστελναν προσκλήσεις στους φίλους τους. Ωστόσο και οι φίλοι ή μέλη ενός συλλόγου (εταιρία) συγκεντρώνονταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο σπίτι συμβάλλοντας από κοινού στα έξοδα.

 

Τι περιελάμβανε το μενού των Αρχαίων Ελλήνων

Σκοπός του γεύματος ήταν να «ερεθίσουν και όχι να βαρύνουν το στομάχι». Στα συμπόσια των αρχαίων τα τραπέζια ήταν φορτωμένα με πλήθος τροφών, ενώ το κρασί έρεε άφθονο, νερωμένο με γλυκό ή θαλασσινό νερό και αρωματισμένο με δενδρολίβανο ή μέλι.

Οι αρχαίοι Αθηναίοι αρέσκονταν να τρώνε λαγό μαγειρεμένο με μέντα και θυμάρι, ψητές τσίχλες ή σπίνους διατηρημένους σε ευωδιαστό λάδι, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας ποτισμένο με «θυλήματα» (χοντροαλεσμένο αλεύρι ραντισμένο με κρασί και λάδι, με το οποίο έσβηναν το κρέας καθώς ψηνόταν).

Γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι πασπαλισμένα με μελωμένο κρασί και σουσάμι, αλμυρά τσουρέκια, ψητά ορτύκια, τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, κρασί από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια από τη Μένδη της Παλλήνης, χέλια και ψάρια από τη λίμνη Κωπαΐδα.

Θαλασσινά από την Εύβοια, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, βραστούς βολβούς, που ευνοούν τη σεξουαλική διάθεση, ραπανάκια για να περνά η μέθη και, βέβαια, τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα καρυκεύματα.

Το κρέας βρισκόταν συχνά στο μενού τους. Έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στο χοιρινό και στο μοσχάρι, ενώ σπανιότερα έτρωγαν κατσίκι και αρνί, ενώ έτρωγαν και κυνήγι και κυρίως τσίχλες, ορτύκια και ελάφια.

Μάλιστα, για να είναι μαλακά τα κρέατα έκαναν ότι και εμείς σήμερα δηλαδή τα μαρίναραν, κυρίως με χορταρικά.

Οι Αθηναίοι είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα, ενώ από τα ψάρια φέρονται να προτιμούσαν τις τσιπούρες, τα μπαρμπούνια, τις σαρδέλες και τα χέλια, ενώ θέση στο τραπέζι τους είχαν και τα παστά ψάρια.

Στο μενού τους θέση είχαν και τα όσπρια, όπως τα φασόλια*, οι φακές, τα ρεβίθια (ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά σε πουρέ (έτνος).

Εκλεκτό έδεσμα για τους αρχαίους ήταν τα σαλιγκάρια, τα οποία οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα. Ιδιαίτερη ζήτηση είχαν και τα λαχανικά, τα οποία οι Αθηναίοι καλλιεργούσαν στους κήπους τους. Προτιμούσαν τους βολβούς, τα μαρούλια, τον αρακά, τις αγκινάρες, τα βλίτα, το σέλινο, τον άνηθο και το δυόσμο. Άλλα χορταρικά, όπως τα μανιτάρια, το μάραθο, τα σπαράγγια, ακόμα και τις τρυφερές τσουκνίδες, τα αναζητούσαν στις ακροποταμιές και στα χωράφια. Από τα πιο αγαπημένα προϊόντα των αρχαίων ήταν τα αγγούρια και τα σύκα.

 

Γιορτές και πανηγύρια

Γι’ «αυτούς τους αγώνες και αυτές τις γιορτές που κρατάνε όλο τον χρόνο» κάνει λόγο ο Περικλής στον Επιτάφιο, θέλοντας να τονίσει ότι βασική μέριμνα της πόλης είναι οι απολαύσεις των πολιτών. Πράγματι στην Αθήνα εκείνης της εποχής το πολιτικό και θρησκευτικό έτος ήταν γεμάτο γιορτές και πανηγύρια. Αρχή του χρόνου θεωρούνταν ο Ιούλιος, ο μήνας Εκατομβαιώνας για τους Αθηναίους. Στις 12 του μήνα, όταν ο θερισμός ήταν στα τελειώματά του, γιόρταζαν προς τιμήν του Κρόνου.
Η γιορτή αυτή είχε δημόσιο και εθνικό χαρακτήρα κι ένωνε τους κυρίους με τους δούλους σε κοινή χαρά, σε ένα πολύβουο πανηγύρι σε κάθε αθηναϊκό σπίτι. Λίγες μέρες αργότερα, στις 16 του Εκατομβαιώνα, γινόταν η θυσία των συνοικίων, που θύμιζε στους Αθηναίους τον Θησέα που τους ένωσε σε έναν οικισμό.
Στο τέλος πια του μήνα, η Αθήνα γιόρταζε με μεγάλη λαμπρότητα τα Παναθήναια προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, της προστάτιδας της πόλης. Η γιορτή κρατούσε δυο μέρες (κάθε τέταρτο χρόνο διαρκούσε τέσσερις μέρες) και περιλάμβανε, εκτός από τους γυμνικούς αγώνες, και τη μεγάλη πομπή που ξεκινούσε από τον Κεραμεικό, διέσχιζε το κέντρο της Αθήνας και έφερνε πάνω στην Ακρόπολη τον πέπλο που κεντούσαν κάθε χρόνο διαλεκτές νεαρές Αθηναίες για να ντύσει το άγαλμα της λατρείας της Αθηνάς.

Τον Μήνα Βοηδρομίωνα – που αντιστοιχεί στον Σεπτέμβριο – γιόρταζαν τα περίφημα Ελευσίνια Μυστήρια και τα Βοηδρόμια προς τιμήν του Απόλλωνα Βοηδρομίου, δηλαδή αυτού που τρέχει για να βοηθήσει στη μάχη. Η γιορτή περιλάμβανε μια θυσία και μια πομπή.

Ο μήνας με τις περισσότερες γιορτές ήταν ο Οκτώβριος, ο Πυανεψιών. Στις 7 του μήνα γιόρταζαν τα Πυανέψια προς τιμήν του Απόλλωνα. Ήταν μια γιορτή για τα σπαρτά, μια γιορτή πανάρχαια, όπου πρόσφεραν στον θεό ένα πιάτο κουκκιά και διάφορα χόρτα αναμεμειγμένα με αλεύρι και σιτάρι, ενώ μια πομπή έφερνε ένα κλαδί ελιάς, την ειρεσιώνη, με έναν χορό από παιδιά να τραγουδά:

«Η ειρεσιώνη σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά σου φέρνει και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις και γεμάτη κανάτα για να μεθύσεις και να πέσεις για ύπνο…»

Ανάλογου χαρακτήρα γιορτή ήταν και τα Οσχοφόρια προς τιμήν του Διονύσου. Ένας χορός από νέους έφερνε τσαμπιά από σταφύλια για σπονδή φωνάζοντας «ελελεύ – ελελεύ, ιού, ιού!». Μετά ακολουθούσαν εφηβικοί χοροί και αγώνες δρόμου.

Στις 11, 12 και 13 του μήνα γινόταν τα Θεσμοφόρια, γιορτή της Δήμητρας Θεσμοφόρου, προστάτιδας των σιτηρών και της γονιμότητας των γυναικών. Στη γιορτή λάμβαναν μέρος μόνο οι παντρεμένες Αθηναίες και απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή των ανδρών. Κατά τη διάρκεια των ετοιμασιών της γιορτής οι γυναίκες απείχαν από κάθε σεξουαλική πράξη. Άλλη μια γιορτή αυτού του μήνα ήταν τα Απατούρια, μια πολιτική γιορτή των φατριών. Και αυτή διαρκούσε τρεις μέρες. Τέλος, στις 30 του Πυανεψιώνα η Αθηνά Εργάνη (δηλαδή εργάτρια), θεά των τεχνιτών, και ο Ήφαιστος, θεός των σιδηρουργών, δέχονταν στα Χαλκεία τις προσφορές των χαλκέων και των άλλων επαγγελματικών ενώσεων. Τον μήνα Ποσειδεώνα, τον καθ’ ημάς Δεκέμβριο, γιόρταζαν τα αλώνια και οι σπόροι, το καλλιεργημένο χωράφι. Η γιορτή ονομαζόταν Αλώα.

Τον Ιανουάριο – Γαμηλιώνα – η γιορτή Γαμήλια ή Θεογαμία ήταν προς τιμήν του γάμου. Αυτόν, όμως, τον μήνα γιόρταζαν και τα Λήναια, την οργιαστική γιορτή των Ληνών με τις γυναίκες υπό το κράτος του βακχικού ντελίριου. Επειδή δε ο θεός Διόνυσος ήταν θεός του διθυράμβου και του θεάτρου, η γιορτή περιλάμβανε λυρικές και δραματικές παραστάσεις.

Μια άλλη γιορτή του Διονύσου, του θεού του κρασιού, γινόταν τον μήνα Φεβρουάριο – Ανθεστηριώνα, για τους αρχαίους. Τρεις μέρες (από τις 11 έως και τις 13) κρατούσαν οι μεγαλοπρεπείς γιορτές. Μεταξύ αυτών υπήρχαν ειδικές γιορτές για τα παιδιά. Στις 16 του μήνα Απριλίου (Μουνιχιώνα) η γιορτή Μουνίχια περιλάμβανε μια γιορτή προς τιμήν της Αρτέμιδος, όπου της προσέφεραν γλυκίσματα γύρω – γύρω από αναμμένες λαμπάδες.

Τον Μάιο, μήνα Θαργηλιώνα, τα Θαργήλια ήταν προς τιμήν του Απόλλωνα. Στις 6 αυτού του μήνα η πόλη καθαριζόταν με την τελετή Φαρμακοί. Δυο άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους και οι κάτοικοι τους χτυπούσαν με κλαδιά συκιάς και κοτσάνια για να τους διώξουν από την πόλη μαζί με τα μιάσματα. Την επομένη, στις 7 του μήνα, προσέφεραν στον θεό το θάργηλο, ένα γλυκό από χυλό και δημητριακά. Στις 25 γιόρταζαν τα Πλυντήρια, δηλαδή τη γιορτή του μπάνιου της θεάς Αθηνάς. Το μπάνιο του ξόανου της θεάς στο Φάληρο συμβόλιζε τον εξαγνισμό της πόλης της Αθήνας.

Τέλος, κατά τον μήνα Σκιροφοριώνα, δηλαδή τον Ιούνιο, γιόρταζαν με τελετές τη Δήμητρα, την Περσεφόνη, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Ο Μεταγειτνιών (Αύγουστος) και ο Μαιμακτηριών (Νοέμβριος) είναι δυο μήνες για τους οποίους δεν υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες για γιορτές. Καθώς όμως γίνεται φανερό, η Αθήνα ήταν μια ολοζώντανη πόλη, γεμάτη δραστηριότητες, γιορτές και πανηγύρια καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

 

Θέατρα

Ένας ακόμα βασικός τρόπος ψυχαγωγίας των αρχαίων Ελλήνων ήταν η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων. Τα θέατρα ήταν υπαίθρια, κτισμένα στην πλαγιά ενός λόφου. Οι κερκίδες του θεάτρου περιέκλειαν την κυκλική ορχήστρα. Στην Αθήνα, πριν από τα Λήναια και τα Μεγάλα Διονύσια, ο επώνυμος άρχων και ο βασιλεύς επιφορτίζονταν να ετοιμάσουν τις παραστάσεις. Πριν από όλα, όριζαν ως χορηγούς τους πλούσιους πολίτες, οι οποίοι επωμίζονταν τα έξοδα των παραστάσεων. Οι παραστάσεις άρχιζαν λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου και κρατούσαν ως τη δύση. Παρουσιάζονταν τρία με τέσσερα έργα χωρίς διακοπή.

Υπολογίζεται ότι κατά τα Μεγάλα Διονύσια, δηλαδή σε διάρκεια τεσσάρων ημερών, οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν 15 με 17 έργα (δίχως να συμπεριλάβουμε τους διθυράμβους). Με δυο λόγια, άκουγαν να απαγγέλλονται ή να τραγουδιούνται περίπου 22 χιλιάδες στίχοι! Οι γυναίκες, αν και δεν μπορούσαν να παίξουν ως ηθοποιοί, είναι βέβαιο ότι γίνονταν δεκτές στο θέατρο ως θεατές, όπως μας διαβεβαιώνει και ο Αντιφών στο έργο του Περί χορευτού.