Μενού Κλείσιμο

Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Γύρω στο 480 δημοσίευσε το διδακτικό του ποίημα που έφερε τον τίτλο «Περί φύσεως», από το οποίο μας έχουν σωθεί 155 εξάμετροι στίχοι.

Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Γεννήθηκε στην Ελέα της νότιας Ιταλίας γύρω στο 520 π.Χ. και η φιλοσοφική του δραστηριότητα καλύπτει το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό και άσημο ακόμη Σωκράτη. Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.

Και ο Παρμενίδης προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.Χ. Αυτός όμως, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Θα πρέπει στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε τον Ξενοφάνη, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του. Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη. Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους ούτε τις αντιλήψεις τους.

Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή», εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας». Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς για τη φύση της αλήθειας. Και το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.

Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία. Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο. Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός: είναι η ίδια η αποκάλυψη της μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη: «Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).

Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.

 

Τὰ πάντα ῥεῖ;

Το νόημα του κόσμου είναι η διαρκής κίνηση ή η απόλυτη ακινησία; Η αλήθεια είναι ότι τα θεωρητικά διλήμματα ασκούσαν πάντοτε ακατανίκητη έλξη στους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης συνυπήρξαν χρονικά. Από όσο γνωρίζουμε δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους ούτε ενεπλάκησαν σε κάποιο διάλογο ή πολεμική. Οι μεταγενέστεροι ωστόσο προτίμησαν να τους δουν ως συνειδητούς αντιπάλους. Αν υπήρξε κάτι κοινό στις αναζητήσεις τους, αυτό παραμερίστηκε, και έμεινε η θεμελιώδης αντίθεση: προέχει η κίνηση στον κόσμο ή η ακινησία; Θα πρέπει κανείς να ακολουθήσει τον Ηράκλειτο και να αποδεχθεί τη συνεχή μεταλλαγή των φαινομένων; Ή θα πρέπει μαζί με τον Παρμενίδη να αναζητήσει εκείνη την πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει αμετάβλητη;

Για τον Παρμενίδη δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τάχθηκε υπέρ της ακινησίας των πραγμάτων, αφού προέβη στην προκλητική δήλωση ότι αυτό που υπάρχει, δηλαδή «το ον», «είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες». Σχετικά με τον Ηράκλειτο όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ηράκλειτος χρησιμοποίησε ποτέ την πασίγνωστη έκφραση τὰ πάντα ῥεῖ. Την πληροφορία αυτή μας την δίνει ο Πλάτων: «Λέει κάπου ο Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει, και παρομοιάζοντας τα υπάρχοντα πράγματα με τη ροή ενός ποταμού λέει ότι δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές» (Κρατύλος 402a). Για τον Πλάτωνα πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τον Ηράκλειτο. Τον αντιμετώπιζε ως τον φιλόσοφο της διαρκούς ροής και γι᾽ αυτό ακριβώς του καταλόγιζε φιλοσοφική αφέλεια. Ο Πλάτων, από την πλευρά του, δεν είχε άδικο. Αν η φιλοσοφία του Ηράκλειτου περιοριζόταν στην πιστοποίηση της διαρκούς μεταβολής των φαινομένων, τότε θα ήταν όντως αφελής, αφού θα υποστήριζε το αυτονόητο. Θα ήταν μάλιστα και οπισθοδρομική, αφού η φιλοσοφία είχε ξεκινήσει 100 χρόνια νωρίτερα με την προσπάθεια να βρεθεί κάτι σταθερό πίσω από τη φυσική μεταβολή. Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο η μεγάλη φήμη του Ηράκλειτου να στηρίζεται σε αυτονόητες και αφελείς διαπιστώσεις.

Καταρχήν ο Ηράκλειτος δεν ανήκει στους φυσιοκράτες φιλοσόφους. Η προσέγγισή του προϋποθέτει την προηγούμενη ιωνική παράδοση, έχει όμως και κάτι το εντελώς καινοτομικό. Πολλά αποσπάσματά του αναλύουν πλευρές της φυσικής πραγματικότητας, το ενδιαφέρον του όμως δεν είναι επικεντρωμένο στην περιγραφή της φύσης αλλά στο νόημά της. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι η ανθρώπινη οπτική: πώς ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, πώς κατανοεί τη θέση του μέσα στον κόσμο, πώς κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό.

Η φύση, σε πρώτη προσέγγιση, εμφανίζεται ως πεδίο μάχης. Τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς και οι μορφές των πραγμάτων εναλλάσσονται. Η φωτιά, ο πόλεμος και η έρις είναι οι προσφιλείς ηρακλείτειες έννοιες που εκφράζουν την κοσμική αστάθεια και μεταλλαγή.

Αυτό τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του, δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος· υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

Ηράκλειτος, απόσπ. 30

 

Ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων και βασιλιάς των πάντων· άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους.

Ηράκλειτος, απόσπ. 53

 

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός, και η δικαιοσύνη είναι έρις· και ότι όλα τα πράγματα γίνονται με έριδα και αναγκαιότητα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 80

 

Η εικόνα όμως της αστάθειας υπονομεύεται αμέσως. Το φυσικό σύμπαν ονομάζεται «κόσμος» – λέξη που προέρχεται από το ρήμα κοσμῶ και σηματοδοτεί την τάξη. Ο κόσμος ταυτίζεται με τη φωτιά, γιατί η φωτιά είναι ακριβώς το πιο ευμετάβλητο φυσικό στοιχείο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Ηράκλειτος επιλέγει τη φωτιά, όπως ο Θαλής επέλεξε το νερό και ο Αναξιμένης τον αέρα. Τότε όμως η φωτιά θα ήταν το πρωταρχικό κοσμογονικό στοιχείο από το οποίο θα είχε δημιουργηθεί ο κόσμος, πράγμα που δεν ισχύει. Ο κόσμος του Ηράκλειτου υπήρχε πάντοτε, είναι αγέννητος και άφθαρτος – μια ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη. Η φωτιά επομένως δεν είναι το συστατικό του κόσμου, αλλά το νόημά του. Μέσα από την εικόνα της φωτιάς, όπως και από τις ανθρωποκεντρικές μεταφορές του πολέμου και της έριδας, φαίνεται η αντιθετική δομή της πραγματικότητας. Οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν τον κόσμο, δεν αναιρούν όμως την ενότητά του: η κοσμική φωτιά «ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», η διαμάχη συμβαδίζει με την αναγκαιότητα.

Για να αντιληφθεί κάποιος την αληθινή δομή της πραγματικότητας θα πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις βεβαιότητές του. Ο φιλόσοφος θα τον βοηθήσει κλονίζοντάς τον, οδηγώντας τον σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και απορίας. Ο Ηράκλειτος επιδίδεται σε μια συστηματική απόρριψη των απλοϊκών αντιλήψεων. Όπου οι άνθρωποι βλέπουν αντίθεση, υπάρχει ενότητα. Όπου ενότητα, υπάρχει αντίθεση. Όπου τομή, συνέχεια. Όπου βλέπουν το καλό, υπάρχει σχετικότητα. Ο Ηράκλειτος μεταφέρει σκηνές από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τις φωτίζει όμως με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλυφθεί και μια δεύτερη, αναπάντεχη πλευρά τους. Το θαλασσινό νερό είναι σωτήριο για τα ψάρια και ολέθριο για τον άνθρωπο που θα το πιει. Οι γάιδαροι προτιμούν τα σκουπίδια από το χρυσάφι. Οι γιατροί μάς ωφελούν προκαλώντας μας πόνο. Η αρχή και το τέλος σε έναν κύκλο ταυτίζονται, όπως και ο κατήφορος με τον ανήφορο. Η χόρταση προϋποθέτει την πείνα, η ανάπαυση την κούραση, η υγεία την αρρώστια, η μέρα τη νύχτα, ο πόλεμος την ειρήνη (απόσπ. 61, 13, 58, 103, 60, 111, 67).

Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι έχουν την τάση να ερμηνεύουν μονοσήμαντα τις καταστάσεις. Πάντα όμως υπάρχει και μια δεύτερη δυνατή ερμηνεία. Επομένως, η πραγματική σοφία συνίσταται στην υπέρβαση των πλασματικών διλημμάτων και στη σύλληψη της ενότητας των αντιθέτων. Το καθετί είναι το ίδιο και το αντίθετο ταυτόχρονα, είναι πολλά και είναι ένα.

Από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 10

 

Ένα είναι το σοφό: να γνωρίζεις τη σκέψη που τα κυβερνά όλα μέσα από όλα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 41

 

Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον Λόγο είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι ένα.

Ηράκλειτος, απόσπ. 50

 

Ο φιλόσοφος είναι γνώστης και φορέας της αλήθειας. Η αλήθεια αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσα από τον λόγο (τα λεγόμενα) του φιλοσόφου, δεν εξαντλείται όμως σε αυτόν. Ο φιλόσοφος κρίνει πλευρές της πραγματικότητας, και, όπως η Πυθία, δίνει σημάδια της αλήθειας. Οι άνθρωποι σπανίως τον ακούν και, όταν ακόμη τον ακούσουν, αδυνατούν να κατανοήσουν τη σημασία των λεγομένων του. Συνεχίζουν να μένουν εγκλωβισμένοι στον προσωπικό τους μικρόκοσμο, και δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει κάτι κοινό και αληθινό, που τους ξεπερνά: «Πρέπει να ακολουθούμε το κοινό· ενώ όμως ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν ο καθένας τη δική του αντίληψη» (απόσπ. 2).

Η λέξη «λόγος» πρέπει καταρχάς να σήμαινε τη λεκτική εκφορά, τα λόγια. Ο Ηράκλειτος είναι ο πρώτος που εντάσσει τον Λόγο στη γλώσσα της φιλοσοφίας, δίνοντάς του μάλιστα κεντρική σημασία. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη λέξη δείχνει ότι θέλει να της προσδώσει μια νέα έννοια, προφυλάσσοντας τους αναγνώστες του από παρανοήσεις: μην ακούτε εμένα αλλά τον Λόγο· ο Λόγος αυτός δεν είναι δικός μου ούτε δικός σας, είναι κοινός. Ο Λόγος λοιπόν είναι κάτι που υπάρχει αντικειμενικά, βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στην ίδια τη δομή του Κόσμου. Δίνει το μέτρο, τη διάταξη και την αρμονία των πραγμάτων. Ο κόσμος του Ηράκλειτου, παρά την επιφανειακή του αστάθεια, διέπεται από ενότητα, από κρυφή αρμονία, από Λόγο. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί την επιλογή του Ηράκλειτου, αν σκεφτεί ότι λίγο αργότερα η πολυσήμαντη λέξη «λόγος» στα συμφραζόμενα της φιλοσοφίας σηματοδοτεί άλλοτε την αναλογία και το μέτρο, άλλοτε τον συλλογισμό και άλλοτε την ορθή σκέψη.

 

Είμαστε βέβαιοι για κάτι;

Για τον Ηράκλειτο η φιλοσοφία συνίσταται στο βαθύτερο βλέμμα. Ένας κόσμος υπάρχει, και αυτός είναι ίδιος για όλους – η πραγματικότητα του φιλοσόφου δεν διαφέρει από την πραγματικότητα των άλλων ανθρώπων. Η διαρκής αλλαγή, ο πόλεμος και η έρις, όντως υπάρχουν. Ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται ότι η διαρκής αλλαγή διέπεται από μέτρο, ότι υπάρχει ενότητα πίσω από τις αντιθέσεις, ότι υπάρχει ο κοινός Λόγος. Οι αισθήσεις μας δεν μας γελούν, μας οδηγούν όμως μέχρι την επιφάνεια των πραγμάτων. Το ζήτημα είναι αν θα καταφέρουμε να διεισδύσουμε βαθύτερα, να αντιληφθούμε το κρυφό νόημα των πραγμάτων.

Ο Παρμενίδης θα προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Θεωρεί ότι οι αισθήσεις μας είναι κακοί μάρτυρες. Μας μεταδίδουν μια πραγματικότητα ασταθή και αβέβαια – ασύνδετες εικόνες, που μας δημιουργούν αμηχανία και διχογνωμία. Τίποτε από όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις δεν είναι αληθινό. Η αλήθεια μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα της καθαρής σκέψης. Επομένως, η πραγματικότητα που μας αποκαλύπτει ο φιλόσοφος, η πραγματικότητα της σκέψης, είναι ριζικά διαφορετική από την πραγματικότητα των πολλών ανθρώπων, από την πραγματικότητα της αίσθησης.

Η πρώτη συμβουλή της Θεάς στον νέο Παρμενίδη είναι να αποφύγει τη συνηθισμένη οδό, την οδό των αισθήσεων που ακολουθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η οδός αυτή μόνο σύγχυση και ασάφεια προσφέρει:

Αλλά εσύ κράτα μακριά τη σκέψη απ᾽ αυτή την οδό αναζήτησης ούτε ν᾽ αφήσεις τη δοκιμασμένη συνήθεια να σε σύρει σ᾽ αυτή την οδό, να τριγυρνάς με άσκοπο μάτι και θορυβώδη ακοή και γλώσσα.

Παρμενίδης, απόσπ. 7

 

Αν κλείσω όμως τα μάτια μου στα φαινόμενα, τι άλλο μου μένει; Μένει η ίδια η διαδικασία της σκέψης και η λεκτική της έκφραση, η γλώσσα – η δυνατότητα να διατυπώνει κανείς κρίσεις και να συγκροτεί συλλογισμούς. Για να μπορεί όμως κανείς να σκέφτεται και να μιλά, πρέπει να αναφέρεται κάπου, να υπάρχει αντικείμενο της σκέψης. Στη γενική του εκδοχή το αντικείμενο αυτό είναι η ίδια η ύπαρξη, το Ον (αυτό που υπάρχει), το είναι. Μιλώ και σκέφτομαι σημαίνει μιλώ και σκέφτομαι για κάτι. Άρα αυτό το κάτι υπάρχει, είναι ον. Αν δεν υπήρχε το ον, δεν θα υπήρχε και η δυνατότητα της σκέψης. «Γιατί χωρίς το ον, σ᾽ αυτό όπου εκφράζεται η σκέψη, δεν θα βρεις τη σκέψη» (Παρμενίδης, απόσπ. 8.35-36).

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Υποθέστε ότι σκεφτόμαστε ένα σπίτι και μιλάμε γι᾽ αυτό. Για ποιο πράγμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, όταν κάνουμε λόγο για το σπίτι; Για το χρώμα, το μέγεθος, τη στερεότητα ή την ομορφιά του σπιτιού δεν μπορούμε να μιλήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα. Οι κρίσεις μας είναι υποκειμενικές, στηρίζονται σε εντυπώσεις που μπορεί να είναι λανθασμένες, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συναντήσουν τη συμφωνία των συνομιλητών μας. Είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι για κάτι: ότι το σπίτι υπάρχει. Αυτό μπορούμε να το υποστηρίξουμε με βεβαιότητα. Αν το σπίτι δεν υπήρχε, αν δεν υπήρχε ποτέ κανένα σπίτι, είναι σαφές ότι δεν θα μπορούσαμε ούτε να το σκεφτούμε ούτε να μιλήσουμε γι᾽ αυτό. Για το ανύπαρκτο, για το τίποτε, για το «μη ον» δεν μπορεί κανείς να πει ή να σκεφτεί οτιδήποτε. Στη γλώσσα του Παρμενίδη:

Αυτή, σε βεβαιώνω, είναι ατραπός ανεξιχνίαστη· γιατί ούτε θα μπορούσες να μάθεις το μη ον (πράγμα άπιαστο) ούτε να το εκφράσεις.

Παρμενίδης, απόσπ. 2

 

Έχουμε επομένως βεβαιότητα για την ύπαρξη του σπιτιού. Επιπλέον όμως είμαστε σίγουροι και για κάτι ακόμη: ότι το σπίτι για το οποίο μιλάμε δεν είναι άνθρωπος, αστέρι ή αριθμός. Σκεφτόμαστε και μιλάμε για κάτι που είναι σπίτι. Προϋπόθεση λοιπόν της σκέψης είναι η ύπαρξη του αντικειμένου της αλλά και η ταυτότητά του, το είναι του. Σκέφτομαι ένα σπίτι σημαίνει σκέφτομαι κάτι υπαρκτό το οποίο είναι σπίτι.

Η αποκάλυψη της θεάς στον νέο Παρμενίδη είναι ακριβώς αυτή. Αν απορριφθεί η συγκεχυμένη οδός των αισθήσεων και η αδιανόητη οδός της ανυπαρξίας, μένει μόνο μία οδός: η οδός του Όντος – η μοναδική αληθινή οδός. Η ύπαρξη και η ταυτότητα είναι οι δύο σημασίες του αρχαίου ελληνικού ρήματος «είναι» (ἐστί). Την ελάχιστη πρόταση «(κάτι) είναι» μπορώ να τη διατυπώσω με απόλυτη βεβαιότητα. Εννοώ ότι (κάτι) υπάρχει και ότι είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα, ένα ον.

Ο αρχαιολογικός χώρος της πόλεως Ελαία – Μ.Ελλάδα.

Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι είναι.

Παρμενίδης, απόσπ. 8

Αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς· γιατί την αλήθεια ακολουθεί.

Παρμενίδης, απόσπ. 2

Η βεβαιότητα για την ύπαρξη του Όντος προσφέρει μια βάση για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε φιλοσοφικά.

 

Τι καταλογίζει ο Παρμενίδης στον Ηράκλειτο;

Είδαμε ότι ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης ξεκίνησαν από την ίδια αφετηρία, ακολούθησαν όμως διαφορετικές διαδρομές. Η πραγματικότητα για τον Ηράκλειτο είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος αποδέχεται τη διαρκή ροή των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος αποκαλύπτει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων, ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και αποδέχεται μόνο τη σταθερότητα του Όντος.

Οι διαφορές αυτές είναι πραγματικές, είναι όμως αμφίβολο αν αρκούν για να τους τοποθετήσουν σε αντίθετα φιλοσοφικά στρατόπεδα.

Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι ο Παρμενίδης είχε μελετήσει το έργο του Ηράκλειτου – πράγμα διόλου απίθανο, αφού κατά πάσαν πιθανότητα ήταν λίγο νεότερος. Ποια θα ήταν η αντίδρασή του; Πού θα εντόπιζε την κριτική του;

Σίγουρα θα επιδοκίμαζε τη σαρκαστική στάση του Ηράκλειτου απέναντι στο πλήθος. Θα συμμεριζόταν τις επικρίσεις του για τις προκαταλήψεις και τις αφελείς αντιλήψεις των ανθρώπων. Θα αναγνώριζε τη διεισδυτικότητα της ματιάς του, που του είχε δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσει πολύ βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ουσία των πραγμάτων. Θα θεωρούσε σημαντική τη στροφή του ενδιαφέροντος του φιλοσόφου προς τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο.

Από την άλλη μεριά, θα θεωρούσε χαμένο χρόνο την επίμονη προσπάθεια του Ηράκλειτου να βρει το κρυμμένο νόημα των αντιφατικών φαινομένων της καθημερινής ζωής. Τα δεδομένα που αντλούμε από τις αισθήσεις και τα βιώματά μας δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Ο Ηράκλειτος πίστεψε ότι θα βρει διέξοδο μέσα στον κυκεώνα των ανθρώπινων αντιλήψεων, αλλά τελικά εγκλωβίστηκε μέσα του. Τυφλώθηκε κι αυτός, όπως και το υπόλοιπο πλήθος,αυτοί που πίστεψαν ότι το είναι και το δεν είναι είναι το ίδιο και όχι το ίδιο, και ότι σε όλα αντίθετος υπάρχει δρόμος.

Παρμενίδης, απόσπ. 6

Οι δύο αυτοί στίχοι του Παρμενίδη μάλλον αποτελούν καλυμμένη κριτική στον Ηράκλειτο. Κατά τον Παρμενίδη, είναι απαράδεκτο (είναι θεμελιώδες φιλοσοφικό λάθος) να ισχυρίζεται κανείς ότι κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτοχρόνως, ότι κάτι είναι και την ίδια στιγμή δεν είναι, ότι τα αντίθετα ταυτίζονται. Είναι γεγονός ότι στην καθημερινή μας ζωή βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με συγκεχυμένες καταστάσεις και αντιφατικά δεδομένα. Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι αποδέχονται αυτή τη σύγχυση και την αντιφατικότητα. Το ίδιο λάθος κάνει και ο Ηράκλειτος, όταν διακηρύσσει με έμφαση: «Σύνολα όλα και όχι όλα· συναρθρώνεται και διαχωρίζεται, συντονίζεται και αποσυντονίζεται· από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα» (απόσπ. 10). Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν – τα πάντα δεν μπορεί να είναι ένα, ο άνθρωπος δεν είναι σπίτι. Στο εσωτερικό της φιλοσοφίας, στην οδό του Όντος και της Αλήθειας, δεν υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε αντίφαση. Η ορθή λειτουργία της σκέψης ξεκινά από την αρχή ότι το Α κατ᾽ ανάγκην είναι Α – το Α δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και Α και Β.

Η αρχή αυτή θα ονομαστεί αργότερα στη Λογική «αρχή της ταυτότητας» ή «αρχή της μη αντίφασης». Ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που συνέλαβε αυτή την αρχή, και την ανέδειξε σε κριτήριο της έλλογης σκέψης. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τα μαθηματικά και οι επιστήμες. Σκεφτείτε τι είδους μαθηματικά θα έκανε κάποιος που θα δεχόταν ότι 2 + 2 κάνουν 4 αλλά και 5, και τι είδους αστρονομία κάποιος που θα έλεγε ότι η Γη κινείται και ταυτοχρόνως είναι ακίνητη. Γιατί λοιπόν να ανεχόμαστε να παραβιάζεται η αρχή της ταυτότητας στη φιλοσοφία; Ο Παρμενίδης θα έλεγε ότι, εφόσον η σκέψη του Ηράκλειτου είναι συνυφασμένη με την αντιφατικότητα, βρίσκεται πολύ μακριά από την οδό της Αλήθειας.

 

Η γλώσσα της φιλοσοφίας

Αρκεί όμως η αρχή της ταυτότητας για να κάνει κανείς φιλοσοφία; Πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς μόνο με αυτή την αρχή; Ας παρακολουθήσουμε τον βασικό συλλογισμό του Παρμενίδη.

Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ᾽ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ᾽ αφήσω από το μη ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.

Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11

Ο Παρμενίδης έχει ήδη δείξει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Και δεύτερον, ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι είναι.

Ο αρχαιολογικός χώρος της πόλεως Ελαία – Μ.Ελλάδα.

Από την πιστοποίηση του όντος ο Παρμενίδης εξάγει τις βασικές του ιδιότητες: το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές. Στο χωρίο που παραθέσαμε αποδεικνύεται γιατί το ον δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Με παρόμοιο συλλογισμό ο Παρμενίδης θα αποδείξει ότι το ον δεν έχει θάνατο (είναι ανώλεθρο), δεν έχει κίνηση και μεταβολή (είναι αμετάβλητο), δεν έχει μέρη (είναι πλήρες και συνεχές), δεν αποτελεί μέρος μιας δυάδας (είναι μοναδικό). Πώς γίνονται αυτές οι αποδείξεις;

Όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη, κάτι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να υπάρχει και να μην υπάρχει. Για την ανυπαρξία έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να πω τίποτε. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ύπαρξη. Άρα, αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Το ον είναι αγέννητο.

Η βασική σκέψη του Παρμενίδη είναι ότι, αν δεχτούμε την οποιαδήποτε μεταβολή (είτε αυτή είναι γέννηση είτε φθορά είτε κίνηση είτε διαίρεση), πέφτουμε κατ᾽ ανάγκην σε αντίφαση. Αναγκαζόμαστε να ισχυριστούμε ότι την ίδια χρονική στιγμή κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, κάτι είναι Α και όχι Α. Σκεφτείτε μια μεταβολή στο χρώμα ενός αντικειμένου. Όταν λέμε ότι κάτι από άσπρο έγινε μαύρο, δεχόμαστε ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το ίδιο πράγμα ήταν και άσπρο και μαύρο. Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Ή σκεφτείτε την κίνηση ενός αντικειμένου σε μια ευθεία γραμμή. Για να πούμε ότι το αντικείμενο αυτό κινείται, πρέπει να ισχυριστούμε ότι βρίσκεται ταυτοχρόνως στο σημείο Α της γραμμής και στο αμέσως επόμενο σημείο Β. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Τα παράδοξα που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας στην κίνηση θα τα αναπτύξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα ο Ζήνων, ο μαθητής του Παρμενίδη, και θα αποτελέσουν περίφημους φιλοσοφικούς γρίφους σε όλη την αρχαιότητα.

Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένα σύνολο αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων. Καθώς μάλιστα ο Παρμενίδης μιλά για το «ον» αδιακρίτως, και το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να θεωρηθεί μια κλειστή, αιώνια και αμετάβλητη ολότητα. Αμετάβλητες οντότητες μέσα σε ένα αμετάβλητο σύμπαν. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αποδεχτούμε έναν τόσο παράδοξο κόσμο; Έναν κόσμο ξένο προς τον δικό μας, έναν κόσμο από όπου «η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε»; Θαυμάζει κανείς τη συλλογιστική δεινότητα του Παρμενίδη, αντιλαμβάνεται (ή υποψιάζεται) ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει πει, διστάζει ωστόσο να τον ακολουθήσει στα συμπεράσματά του.

Αυτή ήταν και η στάση των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στην πρόκληση του Παρμενίδη. Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη διαθέτει επιτέλους τη δική της γλώσσα: χρησιμοποιεί έννοιες και συλλογισμούς, απεχθάνεται τις λογικές αντιφάσεις, τείνει προς τον αποδεικτικό λόγο. Δεν θέλει όμως και να αποστρέψει το βλέμμα της από την έκδηλη πραγματικότητα της μεταβολής.

Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε σίγουρα δεν είναι ο αμετάβλητος κόσμος του Παρμενίδη. Η σκέψη μας όμως έχει παρμενίδεια χαρακτηριστικά. Όταν μιλώ για την έννοια της ισότητας ή για το γεωμετρικό τρίγωνο δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τον Παρμενίδη: το γεωμετρικό τρίγωνο δεν έχει γεννηθεί ποτέ, δεν μεταβάλλεται και δεν θα πεθάνει. Το φυσικό όμως περιβάλλον, οι ψυχικές μου διεργασίες και τα ηθικά μου προβλήματα ούτε αγέννητα είναι ούτε αμετάβλητα.
Ένας συμβιβασμός ήταν τελικά αναγκαίος.

ΠΗΓΕΣ:

Εκ των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Built with WordPress