Μενού Κλείσιμο

Ο μέγιστος γλύπτης της αρχαιότητας υπογράφει το αριστουργηματικό άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου, ως γιος του Χαρμίδη.

Υπολειπόμεθα ακριβών πληροφοριών και μόνο μέσω των γλυπτών του έχουμε κάποια σχετικά στοιχεία για αυτόν. Ορίζεται έτσι ως εποχή της δημιουργικής ακμής του μεταξύ 470/460 και 430 π.Χ.. Δάσκαλός του, ο Ηγίας ή ο Αργείος γλύπτης Αγελάδας.

Μια ιδιαίτερη πνευματική και καλλιτεχνική προσωπικότητα που, λες και είναι μοιραίο, τελειώνει τη λαμπρή σταδιοδρομία του με ένα θλιβερό γεγονός: Εγκαταλείπει την Αθήνα λόγω καταγγελιών ότι υπεξαίρεσε χρυσό από το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, ότι διήγε έκλυτο βίο και ότι (έτσι) βλασφήμησε τα θεία απεικονίζοντας τα χαρακτηριστικά του Περικλή και τα δικά του σε δύο αντιπάλους των Αμαζόνων στην παράσταση της Αμαζονομαχίας στην ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου!.. Η σχέση του Φειδία με τον κορυφαίο πολιτικό και τον πνευματικό κύκλο που δημιουργήθηκε δίπλα του, φυσικά, πληρώθηκε πολύ ακριβά.

Στο εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία βρέθηκε το πήλινο κύπελλο που
ο γλύπτης έπινε νερό με την επιγραφή “Φειδίου ειμί”.

Ο Φειδίας δεν ήταν μόνο γλύπτης θεών σε μάρμαρο αλλά και χαλκουργός και ζωγράφος. Υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή, που αντικατοπτρίζεται και στην εξαιρετική θέση που κατείχε στην εκτέλεση του οικοδομικού προγράμματος της Ακρόπολης, το οποίο συνέλαβε και υλοποίησε εν μέρει ο Περικλής παρά τις έντονες αντιδράσεις πολιτικών αντιπάλων και ιερατικών κύκλων των Αθηνών.

Ιππείς από την πομπή στη ζωφόρο του Παρθενώνα. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

Απόλυτα δικαιολογημένο λοιπόν που ο Περικλής τον έχρισε «πάντων επίσκοπο», όπως γράφει ο Πλούταρχος στον Βίο του Περικλέους, έχοντας την εποπτεία των έργων και με την καλλιτεχνική του εμπειρία συνέβαλε ασφαλώς αποφασιστικά στη σύλληψη και στη διαμόρφωση του μεγαλεπήβολου προγράμματος.

Θεοί του Ολύμπου από τη ζωφόρο του Παρθενώνα: Ποσειδών, Απόλλων, Άρτεμις.
Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.Ανατολική ζωφόρος.

Με τον Φειδία η ανθρώπινη μορφή εξιδανικεύεται και η θεία μορφή εξανθρωπίζεται. Η «ζωγραφική» ευλυγισία των παραστάσεων και η προσωπική του συμβολή στην ανθρώπινη παρουσίαση των θεών εισήγαγε τον Φειδία στο πάνθεον των καλλιτεχνών όλων των εποχών. Στα έργα του μετουσιώθηκαν τα οράματα των Ελλήνων σε επίπεδο αισθητικής. Και ήταν οράματα απτά που συμπεριελάμβαναν την πείρα και τον στοχασμό αιώνων. Η μεγαλοφυΐα του Φειδία προσέφερε πρότυπα τελειότητας, θέλησης και δύναμης και τα εικονογράφησε με έμπνευση και ένταση.

Ο Φειδίας στα έργα του χρησιμοποιούσε την Χρυσή Τομή.
Ο Φειδίας λοιπόν (490–430 π.Χ.) έφτιαξε τα αγάλματα του Παρθενώνα,
τα οποία φαίνεται να ενσωματώνουν την χρυσή αναλογία.

Ωστόσο, η προσωπική δημιουργία του, το χέρι και το ύφος, εντοπίζεται κυρίως στην εκτέλεση του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα, στο οποίο εργάστηκε πολύ μεγάλος αριθμός γλυπτών και μαθητευομένων. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του εμπνευσμένου συντονιστή δίνει στο έργο μια θαυμαστή ενότητα. Οι μορφές –πολλές φορές μέσα σε δραματική κίνηση– εντυπωσιάζουν με τη στιβαρότητά τους, την αναπτυγμένη μυολογία των γυμνών είτε με τα πλούσια και βαριά ενδύματα των ντυμένων. Η τεχνοτροπική αυτή δεξιοτεχνία που ονομάσθηκε «παρθενώνεια» συσσωρεύει όλη την κλασική γλυπτική.

 

Το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου

Σχεδιαστική αποκατάσταση του G.P.Stevens.

Αφού περνούσε ο αρχαίος επισκέπτης τα Προπύλαια, έβλεπε απέναντί του το γιγάντιο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου. Ο σημερινός επισκέπτης βλέπει μόνο τα θεμέλια και τμήματα από την επίστεψη του μαρμάρινου βάθρου του αγάλματος.Το άγαλμα της Προμάχου αποθανάτιζε τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Η θεά εδώ είχε πολεμικό χαρακτήρα και εμφάνιση πάνοπλου πολεμιστή. Η Αθηνά είναι η μόνη γυναικεία θεότητα που φοράει κράνος και κρατάει ασπίδα και δόρυ. Το άγαλμα είχε ύψος συνολικά έντεκα περίπου μέτρα και ήταν κατασκευασμένο από ορείχαλκο. Για το σπουδαίο αυτό έργο του Φειδία, που έγινε μεταξύ 460 και 450 π.Χ., έχουμε την περιγραφή του Παυσανία: ‘…υπάρχουν και δύο (έργα) που τα ανάθεσαν οι Αθηναίοι από τη δεκάτη δύο πολεμικών νικών τους, ένα χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς από τους Μήδους που είχαν αποβιβαστεί στον Μαραθώνα, έργο του Φειδία, η παράσταση της μάχης των Λαπιθών κατά των κενταύρων … υπάρχει πάνω στην ασπίδα … η αιχμή τους δόρατος της Αθηνάς αυτής και ο λόφος του κράνους της είναι ορατά, όταν πλησιάζει κανείς (στον Πειραιά) πλέοντας από το Σούνιο’. (Αττικά, 28.2) Η Πρόμαχος περιστοιχιζόταν από διάφορα λάφυρα και άλλα μικρότερα αναθήματα και παίρνουμε έτσι μια ιδέα της μορφής των Ιερών κατά την αρχαιότητα. Η Αθηνά Πρόμαχος μεταφέρθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και καταστράφηκε το 1204 μ.Χ.

Το ανώτατο όριο της καλλιτεχνικής δράσης του Φειδία ορίζεται με το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου ( Μεγάλη Χαλκή Αθηνά) στην Ακρόπολη των Αθηνών μετά τη νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα. Η θεά, σε μια ήρεμη στάση, παριστανόταν ως πολεμική και πρόμαχος της πόλης . Η παράδοση θρυλεί ότι η μύτη του κονταριού της αστραποβολούσε με τον ήλιο από το Σούνιο. Το έργο είναι γνωστό, δυστυχώς, μόνο από απλοποιημένα  αντίγραφα που έγιναν κατά την ρωμαϊκή περίοδο, όπως το παρακάτω.

Το λατρευτικό της Αθηνάς Παρθένου

Το πιο γνωστό (ιστορικά) όμως άγαλμα της Αθηνάς είναι το λατρευτικό της Αθηνάς Παρθένου στον Παρθενώνα. Το κολοσσιαίο μέγεθός του, μαζί με τη βάση έφθανε στα 12 μέτρα, τα πολύτιμα υλικά κατασκευής (χρυσός και ελεφαντοστό ) και ο πλουσιότατος ανάγλυφος διάκοσμος το κατατάσσουν στα μνημειώδη έργα της αρχαιότητας.

Η Μέδουσα του Φειδία που ήταν τοποθετημένη στην ασπίδα της Αθηνάς
Παρθένου τον 5 αιώνα π.Χ Αντίγραφο ρωμαϊκής εποχής.
Ο λογαριασμός της κατασκευής του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου Αρχαία ελληνική επιγραφή
που περιέχει λογαριασμό των επιβλεπόντων για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου
(χρυσού και ελεφαντοστού) άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου στον Παρθενώνα από τον γλύπτη Φειδία.

Ο Ζευς της Ολυμπίας

Αλλά, το πιο φημισμένο χρυσελεφάντινο έργο του Φειδία, αλλά και ολόκληρης της αρχαιότητας, είναι ο Ζευς της Ολυμπίας. Οι πάμπολλες αναφορές των αρχαίων και των μεσαιωνικών συγγραφέων στο άγαλμα και οι χαρακτηρισμοί που έχουν διατυπωθεί –ότι με το έργο αυτό ο Φειδίας προσέθεσε στην ελληνική θρησκεία, ότι ή ο Φειδίας ανέβηκε στον Όλυμπο για να δει τον Δία ή ότι ο Ζευς κατέβηκε για να τον παραστήσει ο μεγάλος γλύπτης– μαρτυρούν τη συγκλονιστική εντύπωση που προκαλούσε στους θεατές.

Δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία: Θεσσαλική Κενταυρομαχία, 472-456 π.Χ. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.

Ακριβώς δυτικά του Ναού του Δία υπήρχε το εργαστήριο όπου ο Φειδίας δημιούργησε το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, που θεωρείται ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το ορθογώνιο εργαστήριο κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο και είχε τις ίδιες διαστάσεις με το κελί του ναού του Δία, κάτι το οποίο επέτρεψε στον καλλιτέχνη να κρίνει καλύτερα την εμφάνιση του αγάλματος στη θέση του. Δημιουργήθηκε  με χρυσό, ελεφαντόδοντο και γυάλινες πλάκες πάνω σε ξύλινο πυρήνα και πιθανότατα μεταφέρθηκε σε κομμάτια και στη συνέχεια συναρμολογήθηκε μέσα στο ναό του Δία, όπου ο θεός απεικονίζεται ως καθισμένος πάνω σε χρυσό θρόνο διακοσμημένο με μυθολογικές σκηνές.

Το πρόσωπο και τα αδρανή μέρη του σώματος ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ η χρυσή ρόμπα ήταν διακοσμημένη με λουλούδια από γυαλί και ημιπολύτιμους λίθους. Οι συνθήκες της τελικής καταστροφής του αγάλματος είναι άγνωστες. Ο βυζαντινός ιστορικός του 11ου αιώνα, Γεώργιος Κεδρένος, καταγράφει μια παράδοση που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε στη μεγάλη φωτιά του Λαουσείου, το 475 μ.Χ.

Το εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία.
Το εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία. Εκεί φτιάχτηκε μια βασιλική το 436-451 μ.Χ. και καταστράφηκε στον σεισμό του 551.

Το άγαλμα ήταν δυσανάλογα μεγάλο, σε σημείο που ο Στράβων περιγράφει ότι αν ο θεός σηκωνόταν θα κατέρρεε η στέγη του κτηρίου. Ο θεός, με ολύμπια αταραξία, παριστανόταν καθισμένος σε θρόνο, με το σκήπτρο στο αριστερό χέρι και χρυσελεφάντινο άγαλμα επίσης της Νίκης στο δεξί του χέρι.

Το εσωτερικό του ναού του Δία στην Ολυμπία, όπως ήταν στην αρχαιότητα,
με το χρυσελεφάντινο άγαλμα που φιλοτέχνησε ο Φειδίας.
Ψηφιακή τριδιάστατη απόδοση του χρυσελεφάντινου άγαλματος του Διός στην Ολυμπία που φιλοτέχνησε ο Φειδίας.

Επίσης, εξαιρετικό έργο του ήταν και η Αθηνά Λημνία της Ακρόπολης, αφιέρωμα των κληρούχων της Λήμνου, Αθηναίων πολιτών που μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. στη νήσο Λήμνο.

Ανακατασκευή κεφαλής Αθηνάς Λημνίας.

Ορειχάλκινο και αυτό, εθεωρείτο το ομορφότερο έργο του. Η θεά ορθή, με το αριστερό της χέρι στηριζόταν στο δόρυ ενώ με το δεξί της κρατούσε την περικεφαλαία ή, κατ’ άλλους, μια κουκουβάγια.

Η Αθηνά Λημνία της Ακρόπολης.

Και άλλα αγάλματα θεών έχουν συνδεθεί με τον Φειδία όπως:

Ο Απόλλων του τύπου του Τιβέρεως, αντίγραφο ρωμαϊκής εποχής ενός πρωτοτύπου του 450 π.Χ.

Ο Απόλλων του τύπου του Τιβέρεως, που έχει συσχετισθεί με το ανάθημα των Αθηναίων στους Δελφούς, σε ανάμνηση της νίκης του Μιλτιάδη στον Μαραθώνα.

Άγαλμα θεού που είναι το γνωστό με το όνομα «Ζευς της Δρέσδης».

Ο Αλκαμένης και ο Αγοράκριτος

Από τους πολλούς γλύπτες που, σύμφωνα με τη γραμματειακή παράδοση, υπήρξαν μαθητές του Φειδία δύο φαίνεται να είναι οι σημαντικότεροι: ο Αλκαμένης και ο Αγοράκριτος.

Ο Αλκαμένης

Ο πρώτος ήταν Αθηναίος και μπορούμε να τοποθετήσουμε τη δραστηριότητά του στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., παρόλο που οι πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων είναι αντιφατικές και όχι πάντοτε αξιόπιστες.

Το τελευταίο του έργο χρονολογείται λίγο μετά το 403 π.Χ., όταν ο Θρασύβουλος και οι οπαδοί του επανέφεραν στην Αθήνα τη δημοκρατία μετά από τις πολιτικές ανατροπές που έφερε το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου· ήταν στημένο στο ιερό του Ηρακλή στη Θήβα, όπως μαθαίνουμε από τον περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις9.11.6):

«Ο Θρασύβουλος ο γιος του Λύκου και οι Αθηναίοι που κατέλυσαν μαζί του την τυραννίδα των Τριάκοντα, επειδή επανήλθαν στην Αθήνα έχοντας ως ορμητήριο τη Θήβα, αφιέρωσαν στο Ηράκλειο [το ιερό του Ηρακλή] κολοσσικά αγάλματα της Αθηνάς και του Ηρακλή από μάρμαρο της Πεντέλης, έργα του Αλκαμένη.»

Ο Αλκαμένης είχε κατασκευάσει ένα άγαλμα του Άρη που στα ρωμαϊκά χρόνια ο Παυσανίας το είδε τοποθετημένο στον ναό του θεού στην Αγορά της Αθήνας. Σήμερα ξέρουμε όμως ότι ο «ναός του Άρη» ήταν στην πραγματικότητα ο ναός της Αθηνάς Παλληνίδος, ο οποίος μεταφέρθηκε στην Αγορά της Αθήνας πιθανότατα στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Δεν διαθέτουμε καμιά πληροφορία σχετικά με την αρχική θέση του αγάλματος του Άρη.
Αλλά το γνωστότερο έργο του Αλκαμένη ήταν το σύνταγμα των χάλκινων αγαλμάτων της Αθηνάς και του Ηφαίστου που στήθηκε στον ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα (ο οποίος στα νεότερα χρόνια επικράτησε να ονομάζεται εσφαλμένα «Θησείο»), πιθανότατα το 421/420 π.Χ., δηλαδή τη χρονιά της ειρήνης του Νικία.

Ο Κικέρων (De natura deorum 1.30) μας πληροφορεί ότι ο Αλκαμένης είχε απεικονίσει τον Ήφαιστο όρθιο και ντυμένο και ότι είχε στήσει το άγαλμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη διακρίνεται έντονα η γνωστή από τη μυθολογία χωλότητα του θεού. Ανάμεσα στους δύο θεούς υπήρχε ένα μεγάλο χάλκινο ἄνθεμον,( ἄνθεμα χρυσοῦ Pi.O.2.72, ἄνθεμ’ ὀρειχάλκου h.Hom.6.9, ἄνθεμα κοτταβείων) δηλαδή ένα φυτικό κόσμημα με άνθη.
Η παρουσία της Αθηνάς δίπλα στον Ήφαιστο δικαιολογείται από τον αττικό μύθο για τη γέννηση του Εριχθονίου, μυθικού γενάρχη των Αθηναίων: Ο Ήφαιστος ερωτεύθηκε την Αθηνά και προσπάθησε να συνευρεθεί μαζί της, εκείνη όμως τον απέφυγε και το σπέρμα του έπεσε στη γη, η οποία κυοφόρησε και γέννησε το παιδί που πήρε το όνομα Εριχθόνιος (“αυτός που βγήκε από τη γη”).

Τον Εριχθόνιο τον παρέλαβε η ίδια η Αθηνά σαν να ήταν δικό της παιδί και τον έδωσε στην κόρη του Κέκροπα την Πάνδροσο μέσα σε ένα καλάθι, με την εντολή να μην το ανοίξει. Το καλάθι το άνοιξαν όμως από περιέργεια οι αδελφές της Πανδρόσου, οι οποίες είδαν μέσα ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από το βρέφος και τρελάθηκαν από τον φόβο τους. Σύμφωνα με μια πολύ πιθανή υπόθεση, ο μύθος του Εριχθονίου εικονιζόταν στη βάση του συντάγματος του Αλκαμένη.

Ένα ακόμη άγαλμα θεού είναι το γνωστό με το όνομα «Ζευς της Δρέσδης», από το αντίγραφο που φυλάσσεται στην πόλη αυτή. Ο θεός εδώ, στη δεξιά φωτογραφία, παριστάνεται ορθός και θυμίζει αρκετά τον Δία της Ολυμπίας. Πολλοί ερευνητές όμως πιστεύουν ότι δεν πρόκειται για Δία αλλά για Ποσειδώνα ή Πλούτωνα και το αποδίδουν σε μαθητή του.

Ερμαϊκή στήλη, παραλλαγή του Ερμή Προπυλαίου του Αλκαμένη. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

Έργο του ίδιου γλύπτη ήταν και ο Ερμής Προπύλαιος, που βρισκόταν ακριβώς στην είσοδο της Ακρόπολης. Το γλυπτό ακολουθούσε έναν αρχαϊκό τύπο μνημείου που τοποθετούνταν σε δρόμους ή σε περάσματα και εικόνιζε το κεφάλι του γενειοφόρου θεού επάνω σε μια τετράγωνη στήλη (που την αποκαλούμε ερμαϊκή). Η παράδοση απαιτούσε το κεφάλι να είναι αρχαιοπρεπές και για τον λόγο αυτό είχε αρχαϊκά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.

Την τεχνοτροπία αυτή, που τη συναντούμε και σε άλλα έργα της κλασικής, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής, την ονομάζουμε αρχαϊστική. Από την αντιγραφική παράδοση γνωρίζουμε δύο διαφορετικούς γενειοφόρους Ερμές, για τους οποίους οι επιγραφές που τους συνοδεύουν λένε ότι αντιγράφουν τον Ερμή Προπύλαιο του Αλκαμένη. Είναι προτιμότερο στην περίπτωση αυτή να μιλούμε για παραλλαγές και όχι για πιστά αντίγραφα.

Αρχαϊστικό ήταν επίσης και ένα άλλο έργο του Αλκαμένη, το άγαλμα της τρίμορφης Εκάτης που ήταν στημένο στον πύργο της Νίκης, νότια των Προπυλαίων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 2.30.2):

«Ο Αλκαμένης πρώτος, νομίζω, έκαμε τρία αγάλματα Εκάτης ενωμένα σε μια μορφή, η οποία ονομάζεται από τους Αθηναίους Επιπυργιδία· είναι στημένη κοντά στον ναό της Απτέρου Νίκης.» (Έτσι ονομάζει ο Παυσανίας την Αθηνά Νίκη, επειδή εικονιζόταν χωρίς φτερά.)

Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ακόμη ότι στην Ακρόπολη υπήρχε ένα γλυπτό που εικόνιζε την Πρόκνη και τον Ίτυν, ανάθημα του Αλκαμένη. Σύμφωνα με τον μύθο, η Πρόκνη, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα και αδελφή του Ερεχθέα, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Θράκης Τηρέα, γιο του Άρη, και έκανε μαζί του έναν γιο, τον Ίτυν.
Αλλά ο βάρβαρος βασιλιάς ερωτεύτηκε την αδελφή της Πρόκνης, την όμορφη Φιλομήλα, την έκανε γυναίκα του με τη βία και, για να κρύψει το παράπτωμά του, της έκοψε τη γλώσσα.

Αλλά η Φιλομήλα ύφανε έναν πέπλο, αποτυπώνοντας επάνω του με γράμματα τη συμφορά της και τον έστειλε στην Πρόκνη. Αυτή τότε, για να εκδικηθεί τον Τηρέα, σκότωσε τον γιο της, τον έβρασε και του τον έδωσε να τον φάει.

Μετά το έγκλημα οι δύο αδελφές έφυγαν, αλλά ο Τηρέας τις καταδίωξε· όταν κόντευε να τις φτάσει, ικέτευσαν τους θεούς και αυτοί τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά, την Πρόκνη σε αηδόνι και τη Φιλομήλα σε χελιδόνι. Ο Τηρέας πάλι μεταμορφώθηκε σε τσαλαπετεινό.

Μαρμάρινο σύμπλεγμα της Πρόκνης με τον Ίτυν.
Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

Τα ανάγλυφα, που τα περιγράφει ο Παυσανίας, έχουν αποκατασταθεί σήμερα σε αρκετά μεγάλο βαθμό (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 1.33.7):

«Θα περιγράψω τώρα τα ανάγλυφα του βάθρου του αγάλματος, αφού πρώτα αναφέρω τα εξής μόνον χάριν της σαφήνειας: Οι Έλληνες λένε πως μητέρα της Ελένης ήταν η Νέμεση, ενώ η Λήδα μόνο τη θήλασε και την ανάθρεψε· πατέρας της Ελένης και οι Έλληνες και όλοι επίσης παραδέχονται ότι ήταν ο Ζευς και όχι ο Τυνδάρεως. 

Ο Φειδίας που είχε ακούσει την παράδοση αυτή παράστησε την Ελένη να οδηγείται από τη Λήδα στη Νέμεση· επίσης παράστησε τον Τυνδάρεω και τα παιδιά του και έναν άνδρα με άλογο πλάι του, στον οποίο αναφέρεται το όνομα Ιππεύς.

Υπάρχει επίσης και ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος και ο Πύρρος, ο γιος του Αχιλλέα, που πρώτος πήρε σύζυγο την Ερμιόνη, την κόρη της Ελένης.

Ο Ορέστης παραλείφθηκε για την τολμηρή πράξη κατά της μητέρας του· παρά ταύτα η Ερμιόνη είχε μείνει σε κάθε περίσταση κοντά του και του γέννησε και παιδί. Παραπέρα στο βάθρο παριστάνεται κάποιος που αποκαλείται Έποχος και κάποιος άλλος νέος· σχετικά με αυτούς δεν άκουσα τίποτε άλλο, παρά μόνο πως ήταν αδελφοί της Οινόης, από την οποία πήρε το όνομα ο δήμος.»

Άλλο σημαντικό έργο του Αγορακρίτου ήταν το καθιστό άγαλμα της μητέρας των θεών στο Μητρώον στην Αγορά της Αθήνας. Ο τύπος του αγάλματος μας είναι γνωστός από ένα αντίγραφο από τη Λιβαδειά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χαιρώνειας.

Στην Ακρόπολη βρέθηκε, σε αποσπασματική κατάσταση, ένα μαρμάρινο σύμπλεγμα που εικονίζει μια όρθια γυναίκα με ένα έντονα κινημένο μικρό παιδί μπροστά στο δεξιό της σκέλος πρέπει να είναι η Πρόκνη που ετοιμάζεται να σφάξει τον Ίτυν και, επομένως, το ανάθημα του Αλκαμένη.

Η σύνθεση είναι ευφάνταστη και τολμηρή: το παιδί φαίνεται να αισθάνεται ότι κινδυνεύει και αναζητά την προστασία της μητέρας του, η οποία όμως κρατούσε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, με το υψωμένο δεξί της χέρι ένα μαχαίρι, έτοιμη να σκοτώσει το παιδί.
Προβληματισμό έχει δημιουργήσει στους αρχαιολόγους η ποιότητα του γλυπτού, που δεν είναι αυτή που θα περιμέναμε για έργο ενός κορυφαίου γλύπτη. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η εκτέλεση της σύνθεσης να μην οφείλεται στον ίδιο τον Αλκαμένη, αλλά στους τεχνίτες του εργαστηρίου του.

Το γλυπτό μπορεί να χρονολογηθεί με βάση την τεχνοτροπία του στην εικοσαετία 430-410 π.Χ. Γνωρίζουμε ότι στα χρόνια αυτά ο Σοφοκλής ανέβασε στο θέατρο του Διονύσου μια τραγωδία με τον τίτλο Τηρεύς, που είχε θέμα την τραγική ιστορία της Πρόκνης και του γιου της. Δεν αποκλείεται επομένως το ανάθημα του Αλκαμένη να είναι εμπνευσμένο από το δράμα του Σοφοκλή, παρόλο που δεν έχουμε πληροφορίες ότι οι δύο άνδρες σχετίζονταν μεταξύ τους.

 

Ο Αγοράκριτος από την Πάρο

Ο δεύτερος σημαντικός μαθητής του Φειδία ήταν ο Αγοράκριτος από την Πάρο, του οποίου η πιο σημαντική δημιουργία, το μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Νέμεσης στον Ραμνούντα της Αττικής, έχει σωθεί σε πολύ αποσπασματική κατάσταση και χρονολογείται στη δεκαετία 430-420 π.Χ. Τα περισσότερα θραύσματα του αγάλματος βρίσκονται στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα.

Ένα αρκετά μεγάλο θραύσμα του κεφαλιού μεταφέρθηκε ήδη τον 18ο αιώνα στην Αγγλία και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Το άγαλμα, με ύψος 3,50-3,60 m (το συνολικό ύψος μαζί με τη βάση ήταν 10 πήχεις, δηλαδή 4,44 m), ήταν κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο και εικόνιζε τη θεά όρθια, ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο, με φιάλη στο προτεταμένο δεξί χέρι και κλαδί μηλιάς στο αριστερό. Η φιάλη, που πρέπει να τη φανταστούμε χάλκινη όπως και το κλαδί της μηλιάς, ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες κεφαλές Αιθιόπων.

Ο περιηγητής Παυσανίας και ορισμένοι μεταγενέστεροι λεξικογράφοι παραδίδουν, πιθανότατα με βάση μια τοπική παράδοση, ότι δημιουργός του αγάλματος της Νέμεσης ήταν ο Φειδίας.

Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ωστόσο, αποδίδουν το άγαλμα στον μαθητή του Φειδία Αγοράκριτο. Η πληροφορία αυτή πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη, γιατί ανάγεται στον Αντίγονο τον Καρύστιο, έναν συγγραφέα της ελληνιστικής εποχής με πολλές γνώσεις για την τέχνη, ο οποίος είχε διαβάσει την υπογραφή του Αγορακρίτου σε μια διπλωμένη ξύλινη πινακίδα (πτυχίον), κρεμασμένη από το κλαδί της μηλιάς στο αριστερό χέρι του αγάλματος.

Το άγαλμα της Νέμεσης το αποκατέστησε ο Γιώργος Δεσπίνης, ο οποίος ταύτισε πολλά από τα θραύσματά του και αναγνώρισε τον αγαλματικό τύπο σε μια σειρά από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων. Το καλύτερο από τα αντίγραφα, στο οποίο βασίστηκε η αναπαράσταση), βρίσκεται στη γλυπτοθήκη Ny Carlsberg της Κοπεγχάγης. Η βάση του αγάλματος ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις από τον μύθο σχετικά με τη γέννηση της Ελένης.

ΠΗΓΕΣ:

Αρχαιογνώμων