Το Αρχαϊκό παρελθόν του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης
Οι ναοί πριν τον Παρθενώνα
Δύο τουλάχιστον ναοί προηγήθηκαν του Παρθενώνα. Ο αρχαϊκός ναός, που κτίστηκε από πειραϊκό ακτίτη λίθο και έφερε έντονα χρώματα, τα οποία διατηρούνται σε πολλά μέλη του, και ο Προπαρθενώνας, που άρχισε να κτίζεται μετά τη Μάχη του Μαραθώνα με πεντελικό μάρμαρο στην ίδια θέση που κατέλαβε αργότερα ο κλασικός.
Από τον αρχαϊκό ναό προέρχονται τα πώρινα γλυπτά του δυτικού αετώματος που αντικρίζει κανείς μόλις ανεβαίνει τη μεγάλη σκάλα του Μουσείου Ακρόπολης:
Δύο λέοντες να κατασπαράζουν έναν ταύρο, ο Ηρακλής να παλεύει με ένα θαλάσσιο ον στο ένα άκρο και ο τρισώματος δαίμονας στο άλλο, σύνολα που σώζουν σε μεγάλο βαθμό τα πρωτότυπα χρώματά τους.
Είναι η εποχή που, τουλάχιστον στην Ακρόπολη, συμβαίνουν πολλά καινούργια πράγματα στην αρχιτεκτονική. Έτσι, ο αρχαϊκός Παρθενώνας γίνεται ο πρώτος μνημειακός λίθινος ναός στην Αττική, ενώ κάποιες τεχνικές μέθοδοι κατασκευής του ταιριάζουν με αντίστοιχες που χρησιμοποιήθηκαν και στον Παρθενώνα.
Ήταν δωρικός περίπτερος, όπως και ο Παρθενώνας, αλλά με μικρότερο αριθμό κιόνων σε όλες τις πλευρές. Επίσης, μορφολογικά τα επιστύλια και τα τρίγλυφα έχουν κάποιες λεπτομέρειες που ανακαλούν μορφές του Περίκλειου Παρθενώνα, ενώ ομοιότητες μεταξύ των δύο ναών υπάρχουν και από άποψη τεχνικής, διορθώσεων και οικονομίας της εργασίας.
Πως καταστράφηκε ο πρώτος Παρθενώνας
Οι ίδιοι οι Αθηναίοι κατέστρεψαν τον πρώτο Παρθενώνα, με σκοπό να κτίσουν στη θέση του έναν μεγαλύτερο ναό από μάρμαρο, τοβ πρώτο μνημειακό ναό όπου το πεντελικό μάρμαρο χρησιμοποιείται συστηματικά στην αρχιτεκτονική.
Αρχιτεκτονικά μέλη του πρώτου ναού τα χρησιμοποιούν για να κτίσουν το νότιο τείχος, ορισμένα από αυτά στις θεμελιώσεις του Παρθενώνα, αλλά και γύρω από αυτόν νότια και ανατολικά. Τα γλυπτά του τα θάβουν στο τέμενος, επειδή ανήκουν στη θεότητα. Ό,τι ανήκει σε αυτήν παραμένει στον ιερό χώρο της και δεν επιτρέπεται να βγει.
Δεύτερη χρήση απέκτησαν αρχιτεκτονικά μέλη και από άλλους μεγάλους ναούς της Ακρόπολης. Όπως τα δύο ιερά που καταστράφηκαν από τους Πέρσες, ο Αρχαίος Ναός της Αθηνάς Πολιάδος και ο Προπαρθενώνας. Οι μαρμάρινοι, ημιτελείς σπόνδυλοι του Προπαρθενώνα ενσωματώθηκαν στο ανατολικό σκέλος του βορείου τείχους, ενώ τα πώρινα επιστύλια, τρίγλυφα και γείσα στο δυτικό σκέλος του βόρειου τείχους προέρχονται από τον Αρχαίο Ναό της Αθηνάς Πολιάδος, που χρονολογείται γύρω στα 520 π. Χ.
Προπύλαια
Τα Προπύλαια είναι η πολυτελής πύλη της Ακρόπολης. Ετυμολογικά η λέξη αποτελεί τη συνένωση του προθέματος προ- με τη λέξη πύλη, που σημαίνει απλά πως το κτίριο αποτελούσε την κεντρική πύλη της Ακρόπολης.
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Τα Προπύλαια είναι έργο δωρικού ρυθμού. Αποτελούνται από τρία κλίτη. Την κυρίως Στοά και τις δυο πτέρυγες. Η Στοά είναι χώρος επιβλητικός, διαστάσεων 24 επί 18 μέτρων. Η βόρεια πτέρυγα, μήκους 8,5 μέτρων αποτελείται από μια στοά και ένα δωμάτιο, την πινακοθήκη, που φιλοξενούσε εκθέσεις ζωγραφικής. Η δυτική πρόσοψη στηρίζεται επί τριών κιόνων δωρικού ρυθμού που επέτρεπαν να εισδύει άπλετο φως. Η Νότια πτέρυγα έμεινε ημιτελής. Τρεις κίονες ιωνικού ρυθμού και ύψους 9,26 μέτρων χωρίζουν την Στοά από τις πτέρυγες σε κάθε πλευρά. Η ανατολική πρόσοψη της στοάς στηρίζεται επί έξι κιόνων, δωρικού ρυθμού. Σχηματίζουν τρεις πύλες, από τις οποίες η μεσαία είναι πιο ευρύχωρη από τις άλλες και δεν έχει σκαλοπάτια, διότι από εκεί περνούσε η εκατόμβη, τα εκατό ζώα που προορίζονταν για την θυσία. Η μαρμάρινη στέγη ήταν διακοσμημένη με φατνώματα.
Τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών κτίσθηκαν στη δυτική πλευρά του βράχου, στη θέση όπου τοποθετείται και η πύλη του οχυρού της μυκηναϊκής ακρόπολης. Τα πρώτα Προπύλαια κτίστηκαν από τον Πεισίστρατο και τους διαδόχους του (600 – 527 π.Χ.). Βρίσκονταν βορειότερα των μεταγενέστερων που έκτισε ο Μνησικλής. Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών και ενώ ο χώρος είχε ήδη διαμορφωθεί σε ιερό αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, κτίσθηκε το πρώτο πρόπυλο. Ένα νέο πρόπυλο κατασκευάσθηκε μεταξύ των ετών 510-480 π.Χ., αλλά καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Μετά τα Περσικά επισκευάσθηκε ή ξαναοικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του προγράμματος τειχισμού της Ακρόπολης, από το Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα. Τα μνημειώδη Προπύλαια των κλασικών χρόνων, που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης, αποτελούν μέρος του μεγαλεπίβολου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη από τον Περικλή. Κτίσθηκαν μεταξύ των ετών 437-432 π.Χ., μετά την ολοκλήρωση του Παρθενώνα, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μνησικλή. Το αρχικό σχέδιο του οικοδομήματος ήταν πρωτοποριακό από αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική άποψη, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στο σύνολό του. Η αρχιτεκτονική του κτίσματος μιμήθηκε τα Μεγάλα Προπύλαια της Ελευσίνας.
Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί κυρίως από πεντελικό μάρμαρο και χωρίζεται σε τρία τμήματα. Το κεντρικό ορθογώνιο τμήμα είναι το κυρίως πρόπυλο. Στην ανατολική και δυτική όψη έχει δύο εξάστυλες στοές δωρικού ρυθμού, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται εγκάρσιος τοίχος με πέντε θύρες. Η δίοδος προς την Ακρόπολη γινόταν από την κεντρική θύρα, που πλαισιώνεται, μεταξύ της δυτικής στοάς και του εγκάρσιου τοίχου, από τρεις κίονες ιωνικού ρυθμού σε κάθε πλευρά. Το κεντρικό οικοδόμημα ακολουθούσε την ανωφέρεια του εδάφους και η ανατολική στοά βρισκόταν ψηλότερα από τη δυτική, το ίδιο και η αετωματική στέγη, ενώ τα δύο πλευρικά οικοδομήματα ήταν χαμηλότερα. Το πρόβλημα της ανωφέρειας του εδάφους αντιμετωπιζόταν και στο εσωτερικό του κτηρίου, με βαθμίδες που υπήρχαν στην πρόσοψη και στον εγκάρσιο τοίχο.
Η βόρεια πτέρυγα των Προπυλαίων αποτελείται από ένα δωμάτιο, γνωστό από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία ως Πινακοθήκη, επειδή η αίθουσα ήταν κοσμημένη με ζωγραφικούς πίνακες, ανάμεσα στους οποίους και έργα των ζωγράφων Πολυγνώτου και Αγλαοφώντος. Επίσης, στη βόρεια πλευρά της πτέρυγας ήταν τοποθετημένο το λατρευτικό άγαλμα του Ερμού Προπυλαίου, προστάστη των εισόδων και των προπύλων. Μπροστά του έχει μία μικρή δωρική στοά από τρεις κίονες και η είσοδος σε αυτό γινόταν από πόρτα που πλαισιώνεται από δύο παράθυρα. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, η αίθουσα αυτή ήταν χώρος ανάπαυσης ή εστιάσεων των επισκεπτών της Ακρόπολης και στο εσωτερικό της πιθανολογείται ότι υπήρχαν κλίνες. Η νότια πτέρυγα των Προπυλαίων αρχικά φαίνεται να σχεδιάσθηκε όμοια με τη βόρεια, η ύπαρξη, όμως, του προγενέστερου ιερού της Νίκης ανάγκασε τον αρχιτέκτονα να μην υλοποιήσει το αρχικό σχέδιο. Για το λόγο αυτό κατασκευάσθηκε μόνο μία στοά, σε αντιστοιχία με τη βόρεια, αποτελούμενη από τρεις κίονες. Από τη δυτική πλευρά της ήταν δυνατή η πρόσβαση στο ναό της Αθηνάς Νίκης. Το αρχικό σχέδιο του οικοδομήματος φαίνεται ότι προέβλεπε την κατασκευή πλευρικών δωματίων και στην ανατολική πλευρά, που όμως δεν κατασκευάσθηκαν ποτέ.
Η μορφή των Προπυλαίων παρέμεινε ίδια μέχρι την παλαιοχριστιανική περίοδο (4oς-7ος αι.), οπότε η νότια πτέρυγα μετατράπηκε σε εκκλησία, ενώ τον 10ο αιώνα το κεντρικό τμήμα επίσης λειτούργησε ως εκκλησία αφιερωμένη στους Ταξιάρχες. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (13-14ος αι.) τα Προπύλαια αποτέλεσαν την κατοικία του Φράγκου ηγεμόνα, και την ίδια εποχή, για την ενίσχυση της οχύρωσης της Ακρόπολης, στη δεξιά πτέρυγα του οικοδομήματος κατασκευάσθηκε ο πύργος, ο γνωστός ως Κουλάς, που δεν υπάρχει σήμερα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1458-1830) τα Προπύλαια έγιναν η έδρα του Τούρκου φρούραρχου. Το κεντρικό κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως πυριτιδαποθήκη, χρήση στην οποία οφείλεται η πρώτη μεγάλη καταστροφή του μνημείου, που ανατινάχθηκε από έκρηξη το 1640. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους κατεδαφίστηκαν οι μεσαιωνικές και τουρκικές προσθήκες και έγιναν ανασκαφές στην περιοχή των Προπυλαίων.
Ναός Αθηνάς Νίκης
Ο Ναός της Αθηνάς Νίκης ή (όπως ονομάστηκε επί ρωμαϊκής εποχής) Ναός της Απτέρου Νίκης είναι μικρός αμφιπρόστυλος ιωνικός ναός στην Ακρόπολη των Αθηνών. Εδώ φυλασσόταν το ξόανο της θεάς Αθηνάς Νίκης, της «απτέρου», δηλαδή χωρίς φτερά, για να μη φύγει ποτέ από την πόλη της Αθήνας.
Αισθητική
Ο ναός βρίσκεται πάνω σε πυργοειδή προμαχώνα, στη νότια (δεξιά) πτέρυγα των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Η επικίνδυνη πλευρά του προμαχώνα κλεινόταν από μαρμάρινο θωράκιο (στηθαίο). Από αυτό το θωράκιο διασώθηκαν μερικές πλάκες, οι οποίες εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης και απεικονίζουν Νίκες που οδηγούν αγελάδες σε θυσία. Ανάμεσά τους, η περίφημη Νίκη που λύνει το σανδάλι της. Το μήνυμα αυτών των παραστάσεων ήταν σαφές: Η Αθήνα ήταν και θα είναι νικήτρια. Πρόκειται για αμφιπρόστυλο τετράστηλο ναό ιωνικού ρυθμού, δηλαδή με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη και άλλους τέσσερις πίσω. Ο σηκός είναι απλός μονόχωρος, εξαιρετικά μικρών διαστάσεων, στον οποίο έχει ενσωματωθεί και ο πρόναος. Η σμίκρυνση αυτή υπαγορεύτηκε από την αλλαγή στο σχέδιο, η οποία προέκυψε από την έλλειψη χώρου στον προμαχώνα. Η ανατολική πλευρά του σηκού ήταν ανοιχτή. Η ζωφόρος της δυτικής πλευράς ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις μαχών μεταξύ Ελλήνων και έφιππων ανατολιτών ή άλλων Ελλήνων, αφήνοντας πιθανά επίτηδες την ασαφή εντύπωση ότι πρόκειται για Αθηναίους που νικούν Πέρσες ή άλλες ελληνικές πόλεις κράτη. Στην ανατολική ζωφόρο απεικονιζόταν συνέλευση των Ολύμπιων θεών με τον Δία και την Αθηνά στο μέσο. Μέσα στον σηκό βρισκόταν το αρχαϊκό ξόανο της Αθηνάς η οποία κρατούσε στα χέρια της, σύμφωνα με τον συγγραφέα Αρποκρατίωνα, το κράνος της και ένα ρόδι, σύμβολο ισχύος και γονιμότητας. Μπροστά από τον ναό υπήρχε βωμός.
Οι αρχιτέκτονες είχαν διαφωνήσει ως προς τα προτεινόμενα σχέδια του ναού της Νίκης και των Προπυλαίων και αποτέλεσμα του συμβιβασμού τους ήταν η κατασκευή του πυργοειδούς προμαχώνα της Νίκης, ο οποίος από τη μια πλευρά του θα πλαισίωνε την κλίμακα που οδηγούσε στα Προπύλαια. Στην άλλη πλευρά του ακολουθούσε τον προσανατολισμό του προϋπάρχοντος (αλλά και του κλασσικού) αρχαϊκού ναού της Αθηνάς Νίκης.
Το σχέδιο του ναού κρίθηκε επιτυχημένo κατά την αρχαιότητα, πράγμα που αποδεικνύεται από την αντιγραφή του σε πέντε άλλα κτίσματα, όλα στην Αττική.
Τα διακοσμητικά στοιχεία των βάσεων των κιόνων, τα κιονόκρανα και ο θριγκός μαζί με την ανάγλυφη ζωοφόρο, όλα από άριστης ποιότητας πεντελικό μάρμαρο, κάνουν τον ναό να μοιάζει με κοσμηματοθήκη.
Ιστορία
Στη ίδια θέση προϋπήρχε αρχαϊκός ναός της Αθηνάς, πιθανώς από την εποχή των Πεισιστρατιδών (561-510 π.Χ.). Υπολείμματα αυτού του ναού διατηρήθηκαν στον προμαχώνα, κλασσικής εποχής, ο οποίος στηρίζει τον ναό. Κάτω από τον κλασσικό ναό, βρέθηκαν δύο βωμοί και μικρό ιερό όπου φυλαγόταν, πάνω σε πέτρινη βάση, το ξόανο της θεάς. Το ιερό αυτό καταστράφηκε, μαζί με την υπόλοιπη Ακρόπολη, από τους Πέρσες το 480 π.Χ. αλλά ξαναχτίστηκε αμέσως μετά. Το ξόανο διέφυγε την καταστροφή γιατί οι Αθηναίοι είχαν προλάβει να το μεταφέρουν στη Σαλαμίνα.
Επιγραφές αναφέρουν ότι ο αρχιτέκτονας Καλλικράτης σχεδίασε την είσοδο οπότε θεωρείται πιθανό πως ο ίδιος σχεδίασε και τον ναό, το 437 π.Χ. Ακολούθησε, τα επόμενα χρόνια, η κατασκευή του. Επί ρωμαϊκής εποχής, οι ασβεστολιθικοί δόμοι της επένδυσης του προμαχώνα καλύφθηκαν με λεπτές πλάκες μαρμάρου, όπως φαίνεται από τις οπές των ξύλινων πείρων που τις συγκρατούσαν.
Ο ναός γκρεμίστηκε από τους Τούρκους το 1686, και τα υλικά του τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή προμαχώνα. Το 1836, γερμανοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα υλικά, που είχαν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση και αναστύλωσαν τον ναό. Τα γλυπτά των παραστάσεων λείπουν, αφού τα πήρε ο Λόρδος Έλγιν και εκτίθενται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Ο ναός αναστηλώθηκε από τον Νικόλαο Μπαλάνο.
ΤΟ ΕΡΕΧΘΕΙΟΝ
Το Ερέχθειο (ή Ερέχθειον) είναι αρχαίος ναός στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα.
Το Ερέχθειον έχει χαρακτηρισθεί ως το κομψότερο και συνάμα το πιο ιδιόρρυθμο κτίριο της αθηναϊκής Ακροπόλεως. Εδώ βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς, το άγιον βρέτας ή έδος ή είδωλον ή ακόμη και ξόανον, αλλά και άγαλμα των πηγών. Σύμφωνα πάλι με κάποιες πηγές το άγαλμα ήταν διιπετές, δηλαδή είχε πέσει από τον ουρανό. Φυσικά, υπάρχει και η άποψη ότι το άγαλμα της θεάς το έφερε ο Εριχθόνιος.
Ο Εριχθόνιος
Ο Εριχθόνιος ήταν κι αυτός αυτόχθονας και διφυής, όπως και ο Κέκροπας. Μητέρα του ήταν η Γη και πατέρας του ο Ήφαιστος και γεννήθηκε με έναν περίεργο τρόπο. Λένε, λοιπόν, πως τον καιρό που ο Ήφαιστος ήταν μόνος, γιατί τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, μπήκε η Αθηνά στο εργαστήριό του, για να του ζητήσει να της φτιάξει νέα όπλα. Ο Ήφαιστος μόλις είδε την Αθηνά, ένιωσε δυνατή ερωτική επιθυμία και θέλησε να ενωθεί μαζί της. Η θεά, που αισθανόταν αποστροφή για την ερωτική πράξη, τον απέκρουσε κι έφυγε, ενώ εκείνος την ακολουθούσε με δυσκολία. Κάποια στιγμή την πρόφτασε. Η Αθηνά τον κτύπησε με το δόρυ της, αλλά το σπέρμα του Ήφαιστου έπεσε στο πόδι της. Τότε η θεά πήρε μια τούφα μαλλί, σκούπισε το πόδι της και το πέταξε στη Γη. Η Γη γονιμοποιήθηκε και γέννησε ένα αγόρι που το ονόμασαν Εριχθόνιο (από το έριο = μαλλί και χθων = γη). Μόλις γεννήθηκε το παιδί, το πήρε η Αθηνά να το μεγαλώσει, κρυφά όμως από τους άλλους θεούς. Του έσταξε στα μάτια δύο σταγόνες από το αίμα της Γοργώς.
- Η μια σταγόνα ήταν για να φέρνει τον θάνατο στους εχθρούς του και η άλλη για να τον προφυλάγει από τις αρρώστιες. Συγχρόνως του έδωσε και δυο φίδια να τον προστατεύουν.
Πήρε τα δυο φίδια και μαζί με το μωρό τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο, που αφού το σφράγισε καλά, το έδωσε στις κόρες του Κέκροπα να το φυλάνε. Αυτές όμως, η Έρση και η Πάνδροσος, άνοιξαν το κιβώτιο. Μόλις αντίκρισαν το μωρό με τα φίδια τις κυρίεψε ένα είδος τρέλας που τις έκανε να πάνε να πέσουν από τα τείχη της Ακρόπολης. Μαθαίνοντας η Αθηνά τι έκαναν οι κόρες του Κέκροπα, πήρε το μωρό και το έκλεισε στον ναό, που αργότερα ονομάστηκε Ερέχθειο, όπου το ανάθρεψε με δική της φροντίδα.
Όταν μεγάλωσε ο Εριχθόνιος, έδιωξε τον Αμφικτύονα από τον θρόνο κι έγινε αυτός βασιλιάς. Στα χρόνια του ήρθε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα ο Δαναός με τις 50 κόρες του πάνω σ’ ένα καράβι με 50 κουπιά, την πεντηκόντορο, που την έφτιαξαν τότε για πρώτη φορά. Στην Αθήνα άρχισαν οι κάτοικοι να χωρίζονται σε φυλές, ανάλογα με την καταγωγή της οικογένειάς του και τους προπάτορές τους. Έτσι σχηματίστηκαν οι τέσσερις φυλές: η Διάς, η Αθηναΐς, η Ποσειδωνιάς και η Ηφαιστιάς.
Την ίδια περίοδο άρχισαν να γιορτάζονται και τα Παναθήναια και σύμφωνα με την παράδοση ο Εριχθόνιος ήταν ο πρώτος που έστησε ένα ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη. Παντρεύτηκε τη νύμφη των ποταμών Πραξιθέα και από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Πανδίονας.
Κατασκευή
Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται μεταξύ 421 και 406 π.Χ. Αρχιτέκτονάς του ήταν μάλλον ο Μνησικλής και το κτήριο οφείλει το όνομά του σε έναν βωμό που ήταν αφιερωμένος στον θρυλικό ήρωα Εριχθόνιο. Ο γλύπτης του κτίσματος ήταν ο Φειδίας, ο οποίος είχε οριστεί από τον Περικλή για να κοσμήσει το Ερέχθειο και τον Παρθενώνα. Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν πως ο ναός κτίστηκε προς τιμήν του βασιλιά Ερεχθέα, ο οποίος θεωρείται πως έχει ταφεί σε κοντινό σημείο. Ο Ερεχθέας αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου ως ένας μεγάλος βασιλιάς και κυβερνήτης της Αθήνας κατά την Αρχαϊκή Περίοδο και συχνά Ερεχθέας και Εριχθόνιος ταυτίζονταν. Πιστεύεται πως ο ναός αντικατέστησε το Ιερό της Πολιάδος Αθηνάς, το οποίο κτίστηκε επί Πεισιστρατιδών και καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ.
Η ανάγκη διατήρησης πολλών αντικειμένων σχετικών με ιερές τελετουργίες εξηγεί τον πολύπλοκο σχεδιασμό. Το κύριο κτίσμα αποτελείται από τέσσερα μέρη. Ο μεγαλύτερος από αυτούς είναι ο ανατολικός σηκός, με μια στοά ιωνικού ρυθμού ως πρόπυλο στο ανατολικό του άκρο. Άλλες σύγχρονες απόψεις θεωρούν πως ολόκληρος ο εσωτερικός χώρος στο κατώτατο ΒΔ επίπεδο και στο ανατολικό πρόπυλο χρησιμοποιούνταν για πρόσβαση προς το βωμό της Αθηνάς Πολιάδας μέσω πρόπυλου και σκαλοπατιών, καθώς και για πλατφόρμα δημόσιας προβολής.
Ολόκληρος ο ναός είναι κτισμένος σε πλαγιά και έτσι η βορειοδυτική πλευρά είναι περίπου 3 μέτρα χαμηλότερα από τη νοτιοανατολική πλευρά. Κτίστηκε αποκλειστικά από Πεντελικό μάρμαρο, με διαζώματα μαύρου ασβεστόλιθου από την Ελευσίνα, τα οποία φέρουν ανάγλυφα γλυπτά από λευκό μάρμαρο. Διέθετε περίτεχνα σκαλισμένα παράθυρα και πόρτες και οι κίονες ήταν περίτεχνα διακοσμημένοι (περισσότερο από ότι φαίνεται σήμερα). Ήταν ζωγραφισμένοι, επιχρυσωμένοι και τονισμένοι με επίχρυσο μπρούτζο και ένθετες πολύχρωμες χάντρες. Το κτήριο είναι γνωστό για τα πρώιμα παραδείγματα διακοσμητικών κυματίων τύπου «αβγού και βέλους» και «γραμμοκοσμήματος».
Η πρόστασις των Κορών
Στη βόρεια πλευρά, υπάρχει μια μεγάλη πρόσταση με έξι ιωνικού ρυθμού κίονες και στη νότια πλευρά η περίφημη «Πρόστασις των Κορών», οι οποίες είναι έξι ντυμένες γυναικείες μορφές (Καρυάτιδες) που λειτουργούν ως υποστηρικτικοί κίονες. Η πρόσταση αυτή κατασκευάστηκε για να αποκρυφθεί το γιγαντιαίο τμήμα που απαιτούνταν για την υποστήριξη του Κεκρόπειου, μιας και το μέγεθος και ο προϋπολογισμός κατασκευής του κτιρίου μειώθηκαν σημαντικά μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Το Ερέχθειο ήταν συνδεδεμένο με τα αρχαιότερα και ιερότερα κειμήλια των Αθηναίων: Το Παλλάδιο, το οποίο ήταν το ξόανο (ξύλινη προτομή της Αθηνάς η οποία έπεσε από τον ουρανό – μη φτιαγμένη από άνθρωπο) της Αθηνάς Πολιάδος (Προστάτιδος της Πόλης), τα σημάδια από τη τρίαινα του Ποσειδώνα και το πηγάδι με θαλασσινό νερό το οποίο προέκυψε από το κτύπημα του Ποσειδώνα, η ιερή ελιά η οποία βλάστησε όταν η Αθηνά χτύπησε έναν βράχο με το δόρυ της, κατά την επιτυχή της αντιδικία με τον Ποσειδώνα για την πόλη, τους υποτιθέμενους χώρους ταφής των μυθικών βασιλέων Κέκροπα και Ερεχθέα, τα ιερά τεμένη των τριών θυγατέρων του Κέκροπα, Έρσης, Πανδρόσου και Αγλαύρου και αυτά των ηρώων των φυλών, Πανδίωνα και Βούτη. Ένα ελαιόδεντρο βρίσκεται ακόμη στη Δυτική πλευρά του Ερέχθειου, αλλά φυτεύθηκε κατά τη σύγχρονη εποχή από τη βασίλισσα Σοφία, εγγονή της Βασίλισσας Βικτώριας, προς τιμήν των Αθηναίων.
Το ανατολικό τμήμα του κτιρίου ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά Πολιάδα, ενώ το δυτικό τμήμα ήταν ο χώρος λατρείας του Ποσειδώνα και του Ερεχθέα. Εκεί βρισκόταν οι βωμοί του Ηφαίστου και του Βούτη, αδελφού του Ερεχθέα. Σύμφωνα με το μύθο, το ιερό φίδι της Αθηνάς διαβιούσε στο χώρο. Το φίδι τρεφόταν με μέλι από την Κανηφόρο, ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος, κατά παράδοση των γυναικών της αρχαίας οικογενείας των Ετεοβουτάδων, τους υποτιθέμενους κληρονόμους του ήρωα Βούτη. Η άρνηση του φιδιού να τραφεί ερμηνευόταν ως κακός οιωνός.
Σύμφωνα με τον Παυσανία
[1.26.5] ἔστι δὲ καὶ οἴκημα Ἐρέχθειον καλούμενον• πρὸ δὲ τῆς ἐσόδου Διός ἐστι βωμὸς Ὑπάτου, ἔνθα ἔμψυχον θύουσιν οὐδέν, πέμματα δὲ θέντες οὐδὲν ἔτι οἴνῳ χρήσασθαι νομίζουσιν. ἐσελθοῦσι δέ εἰσι βωμοί, Ποσειδῶνος, ἐφ᾽ οὗ καὶ Ἐρεχθεῖ θύουσιν ἔκ του μαντεύματος, καὶ ἥρωος Βούτου, τρίτος δὲ Ἡφαίστου• γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων τοῦ γένους εἰσὶ τοῦ Βουταδῶν. καὶ —διπλοῦν γάρ ἐστι τὸ οἴκημα— ὕδωρ ἐστὶν ἔνδον θαλάσσιον ἐν φρέατι. τοῦτο μὲν θαῦμα οὐ μέγα• καὶ γὰρ ὅσοι μεσόγαιαν οἰκοῦσιν, ἄλλοις τε ἔστι καὶ Καρσὶν Ἀφροδισιεῦσιν• ἀλλὰ τόδε τὸ φρέαρ ἐς συγγραφὴν παρέχεται κυμάτων ἦχον ἐπὶ νότῳ πνεύσαντι. καὶ τριαίνης ἐστὶν ἐν τῇ πέτρᾳ σχῆμα• ταῦτα δὲ λέγεται Ποσειδῶνι μαρτύρια ἐς τὴν ἀμφισβήτησιν τῆς χώρας φανῆναι.
[1,26,5] Υπάρχει και ένα οικοδόμημα1 που ονομάζεται Ερέχθειο. Προ της εισόδου του υπάρχει βωμός για τον Ύπατο Δία, όπου δεν γίνονται θυσίες εμψύχων προσφέρουν μόνο πέμματα (γλυκά ψωμάκια) και δεν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν κρασί. Μέσα σ᾽ αυτό υπάρχουν βωμοί, ένας για τον Ποσειδώνα, όπου οι Αθηναίοι, συμμορφωνόμενοι με ένα χρησμό, θυσιάζουν και για τον Ερεχθέα, άλλος για τον ήρωα Βούτη2 και τρίτος για τον Ήφαιστο. Στους τοίχους υπάρχουν ζωγραφιές του (ιερατικού) γένους των Βουταδών. Καθώς το οικοδόμημα είναι διπλό, υπάρχει μέσα και φρέαρ με νερό θαλασσινό. Αυτό δεν είναι πολύ παράξενο, γιατί τέτοια φρέατα έχουν και άλλοι που κατοικούν στα ενδότερα, και μεταξύ αυτών οι Κάρες της Αφροδισιάδας.3 Σε τούτο όμως το φρέαρ αξιοσημείωτος είναι ένας ήχος κυμάτων που ακούεται άμα φυσήξει νότιος άνεμος. Υπάρχει και σημάδι της τρίαινας στο βράχο. Αυτά λένε πως τα παρουσίασε ο Ποσειδών υποστηρίζοντας την αξίωσή του για την κατοχή της χώρας.
Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
Ο Παρθενώνας είναι ναός, χτισμένος προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας. Υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της αθηναϊκής ηγεμονίας στην Αρχαία Ελλάδα.
Η αρχαιοελληνική λέξη παρθενών σήμαινε το διαμέρισμα/δωμάτιο ανύπαντρης γυναίκας (παρθένου) σε μια κατοικία. Στην περίπτωση του Παρθενώνα φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε αρχικά μόνο για ένα δωμάτιο του ναού. Αποτελεί θέμα συζήτησης για το ποιο δωμάτιο επρόκειτο και πως αυτό απέκτησε το όνομα του. Το Ελληνο-Αγγλικό λεξικό των Λίντελ-Σκοτ-Τζόουνς αναφέρει πως αυτό το δωμάτιο βρισκόταν στο δυτικό σηκό του Παρθενώνα. Ο Ζαμαουρί Γκριν υποστηρίζει πως ο Παρθενώνας ήταν ο χώρος στον οποίο φορούσαν το πέπλο στο άγαλμα της Αθηνάς από τα αρρηφόρια, μια ομάδα τεσσάρων κοριτσιών που επιλεγόταν για να υπηρετήσουν τη πόλη τους κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων. Ο Κρίστοφερ Πέλινγκ ισχυρίζεται πως η Αθηνά Παρθένος ίσως να αποτελούσε μια ξεχωριστή λατρεία της Αθηνάς, στενά συνδεδεμένη, αν και όχι ταυτόσημη, με αυτή της Αθηνάς Πολιάδας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ονομασία του Παρθενώνα, σημαίνει «ναός της παρθένου θεάς» και αναφέρεται στη λατρεία της Αθηνάς Παρθένου που συνδεόταν με το ναό. Ο χαρακτηρισμός παρθένος, του οποίου η προέλευση δεν είναι ξεκάθαρη, σημαίνει «αγνή και ανύπαντρη γυναίκα» και χρησιμοποιούνταν κυρίως για την Άρτεμη, τη θεά των άγριων ζώων, του κυνηγιού, της φύσης, και για την Αθηνά, τη θεά της στρατηγικής και της τακτικής, της χειροτεχνίας και της πρακτικής εξάσκησης. Επίσης, έχει προταθεί πως το όνομα του ναού προέρχεται από τις παρθένους, των οποίων η θυσία εξασφάλισε την ασφάλεια της πόλης.
Η πρώτη πηγή στην οποία ολόκληρο το κτίριο χαρακτηρίζεται ως Παρθενώνας είναι κείμενο του ρήτορα Δημοσθένη, του 4ου αιώνα π.Χ. Σε έγγραφα του 5ου αιώνα π.Χ. το κτίσμα αναφερόταν ως «ο ναός». Οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης φαίνεται πως αναφερόταν στο κτίριο με την ονομασία «Εκατόμπεδος» στη χαμένη τους πραγματεία για την Αθηναϊκή αρχιτεκτονική, και κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα και έπειτα, το κτίριο αναφέρεται ως «Εκατόμπεδος» ή «Εκατόμπεδον» καθώς και ως «Παρθενώνας». Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Πλούταρχος αναφέρθηκε στο κτίριο χρησιμοποιώντας την ονομασία «Εκατόμπεδος Παρθενών».
Μιας και ο Παρθενώνας ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά, μερικές φορές αναφερόταν ως Ναός της Μινέρβας, το Ρωμαϊκό όνομα για την Αθηνά, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα.
Το μνημείο
Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη, ο οποίος κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο.
Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή με αναλογία διαμέτρου κίονα και μετακιονίου διαστήματος 1:2,25 (πρβλ. την αναλογία 1: 2,32 στο ναό του Δία στην Ολυμπία και 1:2,65 στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα). Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.
Η ζωφόρος
Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Αθηνών. Είχε 160 μέτρα μήκος και σχεδόν ένα μέτρο πλάτος. Υπάρχουν ενδείξεις πως η ζωφόρος ολοκληρώθηκε αφού οι λίθοι που την αποτελούσαν είχαν υψωθεί στο κτίριο. Αν και η ζωφόρος λαξεύτηκε από ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών, το συνολικό σχέδιο είχε εκπονηθεί από ένα μόνο καλλιτέχνη. Το όνομα αυτό δεν είναι γνωστό αλλά υποθέτουμε πως είναι ο Φειδίας ή ένας από τους μαθητές του. Το θέμα της ζωφόρου είναι πρωτοποριακό, γιατί δεν διηγείται ένα μυθολογικό αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Είναι η στιγμή της πομπής και της παράδοσης του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου φαίνεται η ετοιμασία στον Κεραμεικό. Στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του ναού παριστάνονταν η Αθηνά, ο Ζευς, η Ήρα και άλλοι θεοί, που ήρθαν να πάρουν μέρος στην πομπή και ανάμεσά τους εμφανίζεται παιδί που παραδίδει στον ιερέα τον πέπλο. Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, 200 μορφές ζώων, όπως πρόβατα, βόδια και άλογα. Η μεγάλη ποικιλία των παρισταμένων, η θελκτική σεμνότητα των παρθένων, η ελεύθερη και αβίαστη στάση των συνδιαλεγομένων ανδρών, η ζωηρότητα των αλόγων, η δύναμη των δυστροπούντων βοδιών και τέλος η χάρη όλων των μορφών και των κινήσεων καθιστούν τη ζωφόρο, όχι μόνο αυθεντική ταινία της θρησκευτικής πομπής των Παναθηναίων και διαρκές μνημείο της δόξας των Αθηνών αλλά και αριστουργηματικό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη του Παρθενώνα.
Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου, που απεικονίζονται οι σκηνές προετοιμασίας, υπάρχει μία πλάκα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένα άλογο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι εξαιρετικά λεπτομερή και πιστεύεται ότι η πλάκα αυτή είναι έργο του ίδιου του Φειδία.
Στη βόρεια πλευρά παρουσιάζονται μορφές όπως οι αποβάτες, οι μουσικοί, οι σκαφηφόροι, οι θαλλοφόροι, οι κανηφόροι και οι υδριαφόροι.
Στο ανατολικό αέτωμα, πάνω από την είσοδο, παρουσιάζονταν η γέννηση της Αθηνάς. Στο δυτικό αέτωμα, αυτό που ήταν ορατό από τα Προπύλαια, βρισκόταν η διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της αττικής γης. Η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς και ο Ποσειδώνας έκανε να αναβλύσει θαλασσινό νερό από τον βράχο. Άνθρωποι και θεοί αποφάσισαν πως η Αθηνά είχε κάνει το καλύτερο δώρο και έτσι έγινε αυτή η προστάτιδα θεά της πόλης.
Στο εσωτερικό υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π», που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλες ξύλινες δοκούς.
Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια· μολονότι ο ναός αυτός ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8×17 κίονες, αντί για 6×13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του.
Στη φήμη του ναού συνέτειναν και οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Η ένταση των κιόνων (ένα ανεπαίσθητο «φούσκωμα» στο μεσαίο τμήμα τους) απέδιδε οπτικά το γεγονός ότι οι κίονες σήκωναν μεγάλο βάρος. Οι αναρίθμητες αυτές λεπτότητες σχεδιάστηκαν με μεγαλοφυή τρόπο και εκτελέστηκαν με μαθηματική ακρίβεια.
ΠΗΓΕΣ:
https://ellinondiktyo.blogspot.com/2013/12/blog-post_4344.html
δρ. αρχαιολόγος της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, Ελισάβετ Σιουμπάρα