Για περισσότερα από 2.000 χρόνια, μια ιερή πομπή ξεκινούσε από την Αθήνα με προορισμό την Ελευσίνα. Οι συμμετέχοντες δεν αποκάλυπταν ποτέ τι έζησαν εκεί. Δεν τους το επέτρεπε ο νόμος. Και ίσως… ούτε η συνείδησή τους. Αυτά είναι τα Ελευσίνια Μυστήρια – η πιο ιερή, μυστική και μυστηριώδης τελετή της Αρχαίας Ελλάδας.

ΤΙ ΗΤΑΝ ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ;
Τα Μυστήρια τελούνταν προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Ήταν θρησκευτική τελετουργία που αναπαριστούσε τον κύκλο της ζωής, του θανάτου και της αναγέννησης. Οι μυημένοι πίστευαν ότι, μέσω της συμμετοχής τους, εξασφάλιζαν μια καλύτερη μοίρα στη μεταθανάτια ζωή.

Ο ΜΥΘΟΣ
Όλα ξεκινούν από τον μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης, της όμορφης Κόρης της Δήμητρας που μάζευε αμέριμνη λουλούδια όταν ξαφνικά άνοιξε η γη και εμφανίστηκε ο Πλούτωνας που αρπάζοντάς τη πάνω στο άρμα του κατέβηκε μαζί της στα βάθη της γης. Όταν η Δήμητρα ανακάλυψε ότι η κόρη της είχε εξαφανιστεί άρχισε να την αναζητά παντού. Για 9 μερόνυχτα ούτε έτρωγε, ούτε έπινε ,ούτε λουζόταν παρά με αναμμένες δάδες τριγύριζε ψάχνοντας να τη βρει. Φτάνοντας στην Ελευσίνα μεταμορφώνεται σε γρια και στέκεται και τελικά καταλήγει στο παλάτι ως τροφός του βασιλικού τέκνου Δημοφώντος. Εκεί η υπηρέτρια Ιάμβη καταφέρνει με τα αστεία της να κάνει τη θλιμμένη Δήμητρα να γελάσει και να πιει κυκεώνα, ένα κράμα αλφίτων, νερού και γλήχωνος (μίνθης) Η Δήμητρα είχε αποφασίσει να κάνει αθάνατο το βασιλόπουλο γι αυτό το έτρεφε με αμβροσία και τη νύχτα το έβαζε στη φωτιά για να κάψει τη θνητή φύση του. Μια νύχτα όμως είδε τη σκηνή η μητέρα του παιδιού η βασίλισσα Μετάνειρα και τρομαγμένη έβαλε τις φωνές. Τότε η Δήμητρα αποκαλύφθηκε σε όλο της το θεϊκό μεγαλείο λέγοντας πως η παρέμβαση της μητέρας ματαίωσε την αθανασία του παιδιού της. Η θεά αξίωσε στη συνέχεια να χτιστεί βωμός και ναός κοντά στην «αγέλαστο πέτρα» δίπλα στο πηγάδι όπου είχε καθίσει όταν έφτασε στην Ελευσίνα.
Στο μεταξύ η Δήμητρα πενθούσα για την Κόρη της είχε καταραστεί τη γη να μην καρπίζει κάνοντας θεούς κι ανθρώπους να δυσφορούν. Στο τέλος με την παρέμβαση του Δία ο Πλούτωνας επιτρέπει στην Περσεφόνη να επιστρέψει στη μητέρα της αλλά πριν φύγει από τον Άϊδη της προσφέρει ένα ρόδι. Εκείνη έφαγε μόνο 4 σπυριά αλλά χωρίς να το ξέρει το καθένα αντιπροσώπευε ένα μήνα παραμονής στα δώματα του Πλούτωνα. Έτσι, ο χρόνος της μοιράστηκε και θα ζούσε πλέον 8 μήνες κοντά στη μητέρα της και 4 κοντά στο σύζυγό της, το θεό του κάτω κόσμου. Η Δήμητρα, χαρούμενη για την επιστροφή της Κόρης της επιτρέπει στη γη να ξανακαρπίσει. Επειδή δε η επιστροφή της Περσεφόνης έγινε στην Ελευσίνα – απ’ όπου προέρχεται και το όνομα της πόλης ετυμολογούμενο από το έλευσις- η Δήμητρα διδάσκει στους βασιλείς της Ελευσίνας μια μυστική τελετουργία αξιώνοντας όσοι μυούντο σ’ αυτή να κρατούν άκρα μυστικότητα.

Η ΠΟΜΠΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΥΗΣΗΣ
Η γιορτή των Ελευσινίων Μυστηρίων γινόταν δυο φορές τον χρόνο, με τα μικρά και τα μεγάλα Ελευσίνια, αντίστοιχα. Στα Μυστήρια μπορούσαν να μυούνται όλοι οι Έλληνες ακόμα και οι δούλοι με μία προϋπόθεση: να μιλούν την ελληνική γλώσσα και να μη βαρύνονται με κατηγορίες φόνου, ιεροσυλίας κλπ. Τα μικρά Ελευσίνια Μυστήρια τελούντο τον μήνα Ανθεστηριώνα , που συμπίπτει με τον Φεβρουάριο, στην αριστερή όχθη του Ιλισού . Τα μικρά Ελευσίνια ήταν προπαρασκευαστικά των μεγάλων και η συμμετοχή σ’ αυτά αποτελούσε προϋπόθεση για όποιον ήθελε να μυηθεί στα μεγάλα Ελευσίνια. Οι μυούμενοι υποβάλλονταν σε καθάρσεις και εξαγνισμούς, λούονταν στον Ιλισό, νήστευαν, έκαναν θυσίες και λάμβαναν μια ειδική εκπαίδευση από τον αρμόδιο μυσταγωγό.
Τα μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια τελούντο τον μήνα Βοηδρομιώνα που συμπίπτει περίπου με τον Σεπτέμβριο και διαρκούσαν 9 ημέρες , όσες και η περιπλάνηση της Δήμητρας. Πριν από την τέλεσή τους αποστέλλονταν κήρυκες σε όλη την Ελλάδα που κήρυσσαν δίμηνη εκεχειρία. Όλοι οι πόλεμοι και οι διαμάχες σταματούσαν. Λέγεται ότι τα μεγάλα Ελευσίνια συνέπιπταν με τη φθινοπωρινή ισημερία. Την πρώτη ημέρα του 9ημέρου οι ιερείς και οι ιέρειες του ελευσίνιου ιερού έβγαζαν από τα άδυτα του ναού τα μυστικά «ιερά αντικείμενα» για τα οποία τίποτα δεν γνωρίζουμε ως σήμερα. Τα αντικείμενα αυτά βρίσκονταν μέσα σε μία «κίστη», ένα είδος καλαθιού από μυρτιά και λυγαριά το κάλυμμα του οποίου ήταν σφραγισμένο με πορφυρές ταινίες. Μια πομπή την οποία συνόδευε μια τιμητική φρουρά από εφήβους που φορούσαν σκούρα χλαμύδα και κρατούσαν δόρυ και ασπίδα, ξεκινούσε συνοδεύοντας τα ιερά αντικείμενα ακολουθώντας την Ιερά Οδό με κατεύθυνση προς την Αθήνα. Στην περιοχή του Βοτανικού η πομπή συναντούσε τις αρχές των Αθηνών, τους ιερείς και το λαό που ντυμένοι με επίσημα ρούχα υποδέχονταν τα ελευσίνια ιερά αντικείμενα. Στη συνέχεια όλοι μαζί έφταναν στην Ακρόπολη όπου ένας κήρυκας ανήγγειλε στην ιέρεια της Αθηνάς, ότι η Δήμητρα ερχόταν να επισκεφθεί την πολιούχο θεά.
Τη δεύτερη ημέρα άρχιζαν οι επίσημες προετοιμασίες και την τρίτη, η πόλη των Αθηνών αντηχούσε από την προτροπή «άλαδε μύσται» . Επρόκειτο για το κάλεσμα των μυστών να πάνε στον Πειραιά ή στο Φάληρο για να λάβουν το μεγάλο καθαρτήριο βάπτισμα επειδή η θάλασσα θεωρείτο αμόλυντη και ικανή να καθαρίζει από κάθε μίασμα. Οι μύστες έμπαιναν στη θάλασσα βαστώντας ο καθένας ένα μικρό χοίρο τον οποίο κατόπιν θυσίαζαν στη Δήμητρα. Πιστευόταν ότι το αίμα του χοίρου είχε τη δύναμη να μαγνητίζει όλα τα ακάθαρτα δαιμόνια και να καθαρίζει πλήρως τον μύστη.

Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
Την επόμενη μέρα ξεκινούσε πάλι η επίσημη πομπή με τη συνοδεία των εφήβων που ντυμένοι με επίσημη στολή και φέροντες όπλα συνόδευαν τα μυστικά ιερά αντικείμενα πίσω στην Ελευσίνα. Προπορευόταν, τοποθετημένο σε άμαξα, το ξόανο του Ίακχου , μια αυστηρά αθηναϊκή θεότητα, που στα μυστήρια αντιπροσώπευε την πόλη των Αθηνών. Η πομπή ήταν πολυπληθέστατη. Μύστες, ιερείς και πλήθη λαού , γυναίκες και άντρες και παιδιά, νέοι και γέροι, στεφανωμένοι όλοι με κλαδιά μυρτιάς. Οι γυναίκες είχαν στερεωμένα στο κεφάλι τους ειδικά αγγεία γεμάτα με σπόρους όλων των ειδών, σύμβολα γονιμότητας. Το κάλυμμα των αγγείων ήταν διάτρητο και για αυτό πολλοί σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν πως χρησίμευαν και ως θυμιατήρια, επιτρέποντας στο θυμίαμα να βγαίνει από τις οπές. Η πομπή βάδιζε αργά στην Ιερά Οδό με ύμνους, παιάνες, ευχές και μουσικές κάνοντας κάθε τόσο στάσεις για θυσίες. Όταν έπεφτε το δειλινό άναβαν δάδες, όπως η Δήμητρα όταν αναζητούσε την Περσεφόνη, και γίνονταν ένα φωτεινό ποτάμι μέσα στη νύχτα που έφταναν, νύχτα πια, στην Ελευσίνα. Λίγο πριν μπουν στην πόλη περνούσαν μια γέφυρα. Εκεί ένα πλήθος κρυμμένων ανδρών άρχιζε τα πειράγματα και τους αστεϊσμούς στους υποψήφιους μύστες. Το έθιμο αυτό ήταν γνωστό ως «γεφυρισμοί» επειδή γινόταν στη γέφυρα και τελείτο σε ανάμνηση των αστείων της Ιάμβης που είχαν κάνει την πικραμένη Δήμητρα να γελάσει. Η νύχτα που μόλις ξεκινούσε και η επόμενη ήταν η καρδιά των Ελευσινίων Μυστηρίων. Στο κέντρο της Ελευσίνας βρισκόταν το Τελεστήριο – ένας τεράστιος καλυμμένος χώρος που μπορούσε να φιλοξενήσει χιλιάδες. Στο κέντρο του υπήρχε ένα ορθογώνιο δωμάτιο με μια πόρτα στην Βορειοανατολική του πλευρά, το Ανάκτορον, όπου φυλάσσονταν τα Ιερά Αντικείμενα. Έξω από την πόρτα του Ανακτόρου βρίσκονταν ο θρόνος του Ιεροφάντη. Το Τελεστήριο δεν είχε κανένα παράθυρο. Μόνο πάνω από το Ανάκτορο ήταν ο «φωταγωγός», το Οπαίον, από όπου έβγαινε ο καπνός και από όπου φαίνονται η λάμψη της θεοφανίας της εμφάνισης της Περσεφόνης. Με το πέρας της τελετής δημιουργούνταν στους μύστες τόσο ισχυρή εντύπωση, ώστε τους έκαναν να ξεπερνούν το φόβο του θανάτου δίνοντάς τους τη βεβαιότητα της αθανασίας της ψυχής.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΜΥΗΣΗΣ – ΤΙ ΕΝΙΩΘΑΝ ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ
Οι αρχαίοι ονόμαζαν τα βασικά στοιχεία της τελετής: “Δεικνύμενα, Δρασόμενα, Λεγόμενα”. Δηλαδή: όσα έβλεπαν, όσα γίνονταν, και όσα ακούγονταν. Από τη διαδικασία της ίδιας της μύησης ελάχιστα είναι γνωστά και αυτό λόγω της αυστηρής μυστικότητας, που επιβλήθηκε από την Δήμητρα και επικυρώθηκε αργότερα με νόμους της αθηναϊκής πολιτείας.
Ο Πίνδαρος είπε πως “όποιος μύησε την ψυχή του στα Μυστήρια, ζει ευτυχισμένος”. Ο Κικέρων περιέγραψε την εμπειρία ως “θέαση που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια”.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια δεν ήταν μόνο θρησκεία. Ήταν υπαρξιακή εμπειρία. Ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τον θάνατο και τον νοηματοδοτούσε μέσα από τελετουργία και κοινότητα.
Ίσως γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, αυτά τα Μυστήρια συνεχίζουν να μας ελκύουν. Μας υπενθυμίζουν ότι η ανάγκη για βαθύτερο νόημα, για μύηση και εσωτερική μεταμόρφωση, είναι διαχρονική.