Η πανάρχαια Δωδώνη ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Πελασγών της προϊστορικής εποχής. Το ιερό μαντείο είναι το αρχαιότερο και αγαπητότερο στους θεούς, αφού ο ίδιος ο Δίας το όρισε δικό του μαντείο, πανέντιμος στους ανθρώπους. Στη Δωδώνη χρησμοί δίνονταν από την ερμηνεία του θροίσματος των φύλων της Βελανιδιάς ή το κουκούρισμα των ιερών πελιών, την πτήση των πουλιών που φόλιαζαν στις Βελανιδιές ή το κελάρισμα των νερών της Ιερής Πηγής κοντά στο βωμό ή τον ήχο μεταλλικών αντικειμένων που βρίσκονταν γύρω από το βωμό ή που πιθανώς κρέμονταν από τα ιερά δέντρα.

Ο Αριστοτέλης στα μετεωρολογικά θεωρεί ότι ο χώρος της Δωδώνης αποτελούσε το λίκνο των Ελλήνων, ταυτίζοντας την περιοχή με τον τόπο καταγωγής του Έλληνα, γιου του Δευκαλίωνα και συνδέει την περιοχή της Δοδόνης και του Αχελώου ποταμού με το μύθο του κατακλυσμού επί Δευκαλίωνα. Ακολουθώντας πιθανώς την ίδια παράδοση, ο Πλούταρχος αποδίδει την ίδρυση του Μαντείου και τη λατρεία του Δίας στη Δωδώνη στον Δευκαλίωνα και την πήρα με πιθανό χρόνο τέλεσης αμέσως μετά τον κατακλυσμό. Για το όνομα Δωδώνη, η πιθανότερη άποψη είναι ότι προέρχεται από το ρήμα δίδομη, δηλαδή δόστρα ή παραγωγό, γιατί η μητέρα Αγία έδινε τους καρπούς της.

Στη Δωδώνη, σύζυγος του Δία δεν ήταν η Ήρα αλλά η Διόνη, που στην ελληνική μυθολογία άνοικε στην πρώτη γενιά των θεών και εκπροσωπούσε τη γνώση και την γονιμότητα. Για το ιερό του το μαντείο μιλάει η αρχαιότερη γραπτή παράδοση, τα Ομηρικά έπη. Στο Δία το Δωδωνέο και το Πελασγικό απευθύνει επίκλυση ο ήρωας του Τρωϊκού πολέμου Αχιλέας για το φίλο του Πάτροκλο.

Στη δεύτερη εποχή του Χαλκού, Μεσοελλαδική περίοδο 1950 έως 1550 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι Θεσπρωτοί. Ένας κλάδος του φύλου των Θεσπρωτών ήταν οι Έλλοπες, οι Έλλοι, οι Σέλλοι που κατοίκησαν την περιοχή της Δωδώνης καθώς και την ευρύτερη περιοχή, την αρχαία Ελλόπια. Οι Έλλοι ήταν ιερείς και μάντεις αφιερωμένοι στην λατρεία του Δία.
Συνήθιζαν, μάλιστα, να μην πλένουν τα πόδια τους και να ξαπλώνουν στη γη, λεροπόδαροι και χαμόστρωτοι μάντεις, για να παίρνουν δύναμη για τις προφητείες και τις μαντίες. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχαν και γυναίκες ιερείς, οι Πελιάδες. Μετά τους Θεσπρωτούς στην Ήπειρο εμφανίζονται νέα φύλλα με ισχυρότερο των Μολοσσών και τον 4ο αιώνα π.Χ. επικρατούν στην Ήπειρο και στην περιοχή της Δωδώνης.

Ως σύμμαχοι των Αθηναίων επικρατεί ο Αττικός πολιτισμός στην περιοχή. Ιδρύεται το Κοινό των Μολοσσών που το διαδέχτηκε το Δωδωνέων Κοινών υπό την κηδεμονία των Σέλων και στην συνέχεια η Συμμαχία των Ήπειρωτών με επικρατέστερο και σπουδαιότερο βασιλιά τον Πύρρο που διατηρήθηκε 100 περίπου χρόνια ως την Ανακήρυξη της Δημοκρατίας (340-234 π.Χ.) οπότε και δημιουργείται το Κοινό των Ήπειρωτών με έδρα την Δωδώνη. Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς Πύρρος μετέτρεψε την Δωδώνη σε θρησκευτική πρωτεύουσα της περιοχής του οικοδομώντας μία σειρά από σημαντικά κτίρια γύρω από το Μαντείο όπως ο Ναός της Διώνης.
Αν και σταδιακά έχανε την αίγλη του, ειδικά μετά την πρώτη καταστροφή που υπέστη το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς οι οποίοι με επικεφαλής το Δωρίμαχο τον Τριχωνέα κατέκαψαν το ιερό. Αυτό ανακατασκευάστηκε και είχε ικανοποιητική επισκεψιμότητα έως την άνοδο του χριστιανισμού. Το 392 π.Χ. επί Αυτοκράτορα Θεοδόσιου, το Μαντείο σήγησε, ο Ναός έκλεισε όπως και όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί και κόπηκε η μοναδική ιερή βελανιδιά που είχε απομείνει κοντά στο βωμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Απολλώνιο το Ρόδιο, από τις ιερές βελανιδιές της Δωδώνης είχε κατασκευαστεί η καρίνα της Αργούς, οι μαντικές ικανότητες της οποίας βοήθησαν τους Αργονάυτες στο επίπονο ταξίδι τους προς την απόκτηση του Χρυσόμαλου Δέρατος.

Ένα άλλο άγνωστο για τους περισσότερους αλλά σημαντικό γεγονός που αφορά το παλαιότερο Μαντείο της Γης είναι η ύπαρξη καμπάνας ως τελετουργικό αντικείμενο. Εις το ιερόν αυτό της Δωδώνης υπήρχε μια τεράστια καμπάνα “Μέγας Λέβητας”, γνωστή στην ιστορία ως “Δωδωνέων Χαλκίων επί των πολλά λαλούντων και μη διαλυπόντων”, αναφέρει ο Ζινόβιος, ενώ συμπληρώνει ο Φιλόστρατος “την οποία χτυπούσαν οι ιερείς και ηχούσε επί πολλήν χρόνον.” Όποιος έμπαινε στο ιερό του Δωδωνέου Δία αναπόφευκτα άγγιζε την καμπάνα, που βρισκόταν αριστερά ή δεξιά της εισόδου.
Η καμπάνα αμέσως έβγαζε ένα μελωδικό ήχο και λυκνίζοντας ακουμπούσε τις διπλανές. Τότε στον χώρο του ιερού απλωνόταν μια αρμονική μελωδία παρόμοιων ήχων. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μενάδρου τον ήχο από ακατάπαυστο χτύπημα των καμπανών, μπορούσε κάλλιστα να σταματήσει κανείς ακουμπώντας τους με το δάχτυλο, που σημαίνει πως αρχικά οι καμπάνες ήταν τοποθετημένες πάνω σε χαμηλούς τρίποδες.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. η διάταξη των καμπανών άλλαξε, όταν έγινε μια προσφορά από τους Κερκυραίους, οι οποίοι πρόσφεραν στο ναό ένα περίτεχνα φτιαγμένο αγαλματίδιο ενός παιδιού, που κρατούσε μαστίγιο με μερικές χάλκινες αλυσίδες, που κρέμονταν πάνω από καμπάνα. Γύρω από το χώρο του ιερού τότε ανέβασαν τείχοι, και οι κυκλικά τοποθετημένοι τρίποδες αντικαταστάθηκαν με την περίτεχνη κατασκευή του αναθήματος των Κερκυραίων με το παιδί και το μαστίγιο πάνω στις δύο ψηλές κολώνες, σύμφωνα με τον Στράβωνα. Το μαστίγιο αυτό εκείνητο από τον άνεμο χτυπούσε στο λέβητα και προξενούσε ήχο, από τον οποίο χρησμοδοτούσαν οι ιερείς.

ΠΗΓΕΣ:
–