Μενού Κλείσιμο

Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη της Κοίλης Συρίας τον Μένωνα του Κερδίμμα και του έδωσε για φρουρά το συμμαχικό ιππικό. Μετά προέλασε προς τη Φοινίκη και καθ’ οδόν τον συνάντησε ο Στράτων (Αμπνταστάρτ), ο γιος του βασιλιά της Αράδου (Ρουάντ), του Γηροστράτου, τον οποίο οι Πέρσες είχαν πάρει μαζί τους στο Αιγαίο μαζί με τους υπόλοιπους βασιλείς της Φοινίκης και της Κύπρου, ώστε να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική δράση των στόλων τους και την υπακοή των υπηκόων τους. Ο Στράτων του παρέδωσε τις πόλεις Άραδο, Μάραθο (Αμρίτ), Σιγώνα, Μαριάμμη και όλες τις περιοχές που διοικούσε ο Γηρόστρατος. Μέχρι τότε οι Πέρσες κρατούσαν ομήρους τους βασιλείς και τους στόλους και εκβίαζαν τις πόλεις. Τώρα ο Αλέξανδρος κρατούσε ως ομήρους ολόκληρες τις πόλεις και προβλημάτιζε τους βασιλείς και τους στόλους, οι οποίοι σύντομα θα αυτομολούσαν και θα συμμαχούσαν μαζί του.

Η Μάχη της Ισσού.

Σύμφωνα με τον Αρριανό και τον Κούρτιο, όσο βρισκόταν στη Μάραθο δέχθηκε Πέρσες πρέσβεις, οι οποίοι του ζήτησαν να ελευθερώσει τη βασιλική οικογένεια και του επέδωσαν σχετική επιστολή από τον Δαρείο. Ο Διόδωρος δεν προσδιορίζει τον χρόνο ή τον τόπο επίδοσης, ο Πλούταρχος αναφέρει μία μόνο επιστολή με περιεχόμενο ίδιο με αυτό της δεύτερης επιστολής του Δαρείου, ενώ κατά τον Ιουστίνο ο Δαρείος έστειλε την πρώτη επιστολή από τη Βαβυλώνα, προσφέροντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως λύτρα για τους οικείους του, αλλά ο Αλέξανδρος απαίτησε όλη την αυτοκρατορία. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη επικοινωνία μεταξύ των δύο αντιπάλων βασιλέων. Ο Δαρείος δεν έκανε καμία προσπάθεια επικοινωνίας νωρίτερα, διότι είχε την πεποίθηση ότι ο νεαρός Αλέξανδρος θα εξουδετερωνόταν είτε από τους ανταπαιτητές του θρόνου μετά το φόνο του Φιλίππου, είτε από τους Έλληνες του Νότου γενικά και ειδικότερα από τους πιστούς του Θηβαίους, είτε από τους πράκτορες και εγκαθέτους του στην Ελλάδα (τους αντιμακεδόνες και φιλοπέρσες πολιτικούς), είτε από τους αξιωματούχους του στον Γρανικό, είτε από τον ικανότατο Μέμνονα τον Ρόδιο ή τέλος από τον ίδιο στην Ισσό. Όμως κανείς δεν αναχαίτισε τον Αλέξανδρο, που συνέχισε να προελαύνει ακάθεκτος. Ο Δαρείος μετά την ήττα του στην Ισσό συνειδητοποίησε ότι απέναντί του είχε ένα σοβαρό και δύσκολο αντίπαλο. Ο Αλέξανδρος όχι μόνο τον καταδίωκε πεισματικά, αλλά τον είχε υποχρεώσει να εγκαταλείψει πίσω του την ασπίδα, τα βασιλικά σύμβολα και την οικογένειά του. Δεν ήταν το καλύτερο, που θα περίμενε κανείς από τον εξηντάχρονο Μεγάλο Βασιλέα της κοσμοκράτειρας Περσίας, όταν αντιμετώπιζε έναν εικοσάχρονο ηγέτη, όχι κράτους, αλλά ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών οντοτήτων, οι οποίες ανέστειλαν τις μεταξύ τους εχθρότητες πειθαναγκασμένες προσωρινά σε συστράτευση και ενότητα.

Διπλωματικά βρισκόταν σε δεινή θέση. Ο αντίπαλός του ξεκίνησε από το μείζον, δηλαδή να καταλύσει το περσικό κράτος, και επί ενάμισι χρόνο προέλαυνε σαρώνοντας τα πάντα. Το τίμημα ενός ενδεχόμενου συμβιβασμού μαζί του ούτως ή άλλως θα ήταν ψηλό και γινόταν ακόμη υψηλότερο, επειδή ο Μέγας Βασιλεύς είχε προσφέρει στον εισβολέα την βασιλική οικογένεια ως ομήρους. Υποχρεώθηκε λοιπόν να ξεχάσει το μεγαλείο της θέσης του και να στείλει στον Αλέξανδρο μία σύντομη και απολογητική επιστολή, όπου παρουσίαζε τους Πέρσες ως θύματα της αδικίας και της επιθετικότητας των Μακεδόνων, για να παρακαλέσει στο τέλος την απελευθέρωση της οικογένειάς του.

Σύμφωνα με τον Αρριανό, τον μόνο που παραδίδει δύο επιστολές με το αναμενόμενο διπλωματικό και όχι ρητορικό περιεχόμενο, ο Δαρείος θύμισε στον Αλέξανδρο το σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας, που είχαν υπογράψει οι προκάτοχοί τους, Αρταξέρξης ο Ώχος και Φίλιππος ο Β΄, και ισχυρίσθηκε ότι ο Φίλιππος χωρίς να προκληθεί αδίκησε τον Αρσή, που στο μεταξύ είχε διαδεχθεί τον Αρταξέρξη. Διαμαρτυρήθηκε διότι ο Αλέξανδρος, όταν διαδέχθηκε τον Φίλιππο, δεν έστειλε πρέσβεις για να επιβεβαιώσει την ισχύ του αρχικού συμφώνου. Αντίθετα το καταπάτησε, εισέβαλε επικεφαλής του στρατού του στην Ασία, προξένησε πολλά δεινά στους Πέρσες, και τον ανάγκασε να υπερασπισθεί τη χώρα και την πατροπαράδοτη εξουσία του. Απέδωσε σε θέλημα θεού την έκβαση της μάχης στην Ισσό και ζήτησε από τον Αλέξανδρο ως βασιλιάς από βασιλιά να ελευθερώσει την οικογένειά του και να αρχίσουν επίσημες επαφές για εκεχειρία και νέο σύμφωνο φιλίας.

Κατά τον Διόδωρο ο Δαρείος προσέφερε στον Αλέξανδρο 20.000 αργυρά τάλαντα, τη φιλία του και του παραχωρούσε τη Μικρά Ασία ως τον ποταμό Άλυ, δηλαδή σχεδόν όλα τα εδάφη, που είχε ήδη καταλάβει. Επιπλέον ο Διόδωρος είναι ο μοναδικός ιστορικός, που ισχυρίζεται ότι ο Αλέξανδρος παρουσίασε στους εταίρους μία άλλη, πλαστή επιστολή, ώστε εκείνοι να μην κρίνουν ικανοποιητική την (πλαστή) προσφορά του Δαρείου και να την απορρίψουν, εξυπηρετώντας τις προσωπικές φιλοδοξίες του Αλεξάνδρου. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πειστικός. Η δεύτερη προσφορά του Δαρείου και μόνο όσον αφορά στις εδαφικές παραχωρήσεις ήταν ασύγκριτα καλύτερη από την πρώτη, αφού παρέδιδε σε ελληνικό έλεγχο και εκμετάλλευση όλη τη Μικρά Ασία, την ανατολική Μεσόγειο, την ανταγωνίστρια Φοινίκη, την πλουσιότατη Αίγυπτο και την ενδοχώρα της Συρίας. Επιπλέον, όταν έφτασε η δεύτερη προσφορά, απορρίπτοντάς την έπρεπε να προελάσουν σε έδαφος αναπεπταμένο, με ερήμους και υψηλές θερμοκρασίες. Έπρεπε δηλαδή να εκτεθούν σε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους, για να κερδίσουν όσα ήδη τους προσέφερε ο Δαρείος. Αν λοιπόν η απόφαση να συνεχίσουν τον πόλεμο ή να συνθηκολογήσουν από θέσεως ισχύος, ήταν συλλογική και ο Αλέξανδρος πράγματι φοβόταν απόφαση αντίθετη προς τις προσωπικές φιλοδοξίες του, η επιστολή του Δαρείου, που θα έπρεπε να πλαστογραφήσει ήταν η δεύτερη και όχι η πρώτη, όπως ισχυρίζεται ο Διόδωρος. Κατά τον Κούρτιο ο Δαρείος προσέφερε ως λύτρα «όσα χρήματα μπορούσε να χωρέσει η Μακεδονία» και μετά ο Αλέξανδρος μπορούσε να επιλέξει αν θα συνέχιζε τον πόλεμο ή θα περιοριζόταν στο μακεδονικό θρόνο και σε συμμαχία με την Περσία, όπως ήταν «το συνετό να πράξει». Ο Ιουστίνος λέει ότι ο Δαρείος προσέφερε «μεγάλο χρηματικό ποσόν» ως λύτρα.

Με τους ίδιους Πέρσες πρέσβεις και τον Θέρσιππο ο Αλέξανδρος έστειλε στο Δαρείο επιστολή, με την οποία απαντούσε αυστηρά στις αιτιάσεις του και επιθετικά στο αίτημά του. Ανέτρεξε στο 522 π.Χ. και του θύμισε ότι οι πρόγονοί του εισέβαλαν απρόκλητα «στη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα» προξενώντας πολλές συμφορές. Τώρα που ήταν Ηγεμών των Ελλήνων εισέβαλε στην Ασία, για να εκδικηθεί εκείνες τις συμφορές.

Ξεκαθάριζε εξ αρχής ότι δεν ενεργούσε ως Μακεδόνας βασιλιάς, αλλά ως ηγέτης όλων των ελληνικών εθνών, ακόμη και των Λακεδαιμονίων, και ότι βρισκόταν στην Ασία με τον στρατό του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, για να επιβάλει την κοινή απαίτησή τους για εκδίκηση.

Δεν του άφηνε δηλαδή περιθώρια για τη συνήθη διχαστική τακτική της περσικής διπλωματίας. Για να μην επιτρέψει δε στον Δαρείο να εμφανίζεται ως θύμα κακής πίστης, στη συνέχεια του παρέθεσε χρονολογικά όλες τις δολιότητες των Περσών κατά των Ελλήνων γενικά και των Μακεδόνων ειδικότερα. «Βοηθήσατε τους Περίνθιους, που αδικούσαν τον πατέρα μου, ενώ ο Ώχος έστειλε στρατό στη Θράκη, που κατείχαμε εμείς. Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε σε συνομωσία, που οργανώσατε εσείς, όπως καυχηθήκατε με επιστολές σας σε όλον τον κόσμο. Εσύ ο ίδιος δολοφόνησες τον Αρσή, συνωμοτώντας με τον Βαγώα, και πήρες την εξουσία παράνομα και αντίθετα προς τις συνήθειες των Περσών, δηλαδή αδικώντας τους Πέρσες. Έστειλες στους Έλληνες εχθρικές προς εμένα επιστολές με σκοπό να τους ξεσηκώσεις σε πόλεμο εναντίον μου. Έστειλες ακόμη χρήματα στη Σπάρτη και άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά μόνο οι Σπαρτιάτες τα δέχθηκαν. Οι απεσταλμένοι σου κατέστρεψαν τους φίλους μου και επιχείρησαν να διαλύσουν την ειρήνη, που έφερα στους Έλληνες. Εκστράτευσα λοιπόν εναντίον σου, επειδή εσύ ξεκίνησε την έχθρα».

Αφού απέρριψε τις αιτιάσεις του Δαρείου, απάντησε στο αίτημά του με ύφος Μεγάλου Βασιλέως: «Νίκησα πρώτα τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα. Κατέλαβα τη χώρα με τη θέληση των θεών και, όσοι από τους δικούς σου γλίτωσαν, βρίσκονται κοντά μου με τη θέλησή τους και με τη θέλησή τους πολεμάνε στο πλευρό μου εναντίον σου. Γι’ αυτό πρέπει να με θεωρείς κυρίαρχο ολόκληρης της Ασίας. Αν πάλι φοβάσαι μην πάθεις κάτι από μένα αν έλθεις ο ίδιος, στείλε τα διαπιστευτήριά σου με φίλους σου. Έλα σε μένα και ζήτησε τη μητέρα σου, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και ότι άλλο θέλεις. Αν με πείσεις θα στα δώσω. Στο εξής, θα απευθύνεσαι στον Βασιλιά της Ασίας και όχι σε ίσο σου, όταν αλληλογραφείς μαζί μου. Όταν χρειάζεσαι κάτι θα το ζητάς από εμένα, τον κύριο όλων των πραγμάτων σου. Αν δεν πράξεις έτσι θα θεωρήσω ότι με αδικείς. Αν πάλι έχεις αντίρρηση για τη βασιλεία της Ασίας, μείνε και αγωνίσου γι’ αυτήν και μη φεύγεις, διότι εγώ θα σε καταδιώξω, όπου κι αν βρίσκεσαι». (Αρριανός Β.14, Β.25, Διόδωρος ΙΖ.39.1-3, 54.1-5, Πλούταρχος Αλέξανδρος 21.7-9, 29.7-9, Κούρτιος 3.13.14-15, 4.1.7-10, 4.5.1-8, 4.8.9, 10.6.11, Ιουστίνος 11.10.2-3, 12.1-4).

Η οικογένεια του Δαρείου στον Αλέξανδρο.

Ήταν βαρύτατη προσβολή η απαίτηση του Αλέξανδρου να τον αναγνωρίσει ο Δαρείος ως Βασιλέα Βασιλέων αποδεχόμενος για τον εαυτό του το ρόλος ενός ατιμασμένου υποτελούς βασιλιά. Σε έναν κόσμο όπου οι οικογενειακές σχέσεις και οι συμβολισμοί έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, ο Αλέξανδρος διακήρυττε προς όλους ότι ήλεγχε και το περσικό κράτος και τον βασιλικό οίκο των Αχαιμενιδών, ενώ ο Δαρείος ήταν ένας καταδιωκόμενος αποστάτης. Δεν επέβαλλε στον Δαρείο κανέναν όρο εκβιάζοντάς τον με την οικογένειά του, αλλά του έδινε δύο εναλλακτικές λύσεις, για να την πάρει, ή να πολεμήσει ή να παραδοθεί. Φυσικά η δεύτερη δεν είχε καμία αξία, διότι ο Δαρείος μπορούσε να παραδώσει τον εαυτό του, όχι όμως και το κράτος του. Με δεδομένο ότι η ελληνική στρατιά βρισκόταν ακόμη στα παράλια της Μεσογείου και δεν είχε ολοκληρώσει την κατάληψή τους, πολλοί αξιωματούχοι και σατράπες της ενδοχώρας θα αρνούνταν να παραδώσουν την αυτοκρατορία και θα ξεκινούσαν πατριωτικό αγώνα, όπως πράγματι συνέβη αργότερα.

Ο Παρμενίων στο μεταξύ κατέλαβε το θησαυρό του Δαρείου στη Δαμασκό, που αποτελούνταν από 2.600 τάλαντα σε επίσημον άργυρον (νομίσματα), άκοπο καθαρό άργυρο βάρους 500 ταλάντων (13,3 τόνους) και 7.000 υποζύγια έμφορτα προσωπικών ειδών. Επίσης συνέλαβε τους πρέσβεις, που είχαν στείλει πριν τη μάχη οι τρεις προηγούμενοι Ηγεμόνες της Ελλάδος. Θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη του Δαρείου, που θα σηματοδοτούσε το τέλος της Μακεδονικής Ηγεμονίας, και έσπευδαν να δηλώσουν τη φιλία τους προς τον Μεγάλο Βασιλέα και να του προσφέρουν ανταλλάγματα, ώστε να προτιμήσει το δικό τους κράτος ως νέο Ηγεμόνα της Ελλάδος. Οι Σπαρτιάτες είχαν στείλει τον Ευθυκλή, οι Αθηναίοι τον Ιφικράτη, το γιο του στρατηγού Ιφικράτη και οι Θηβαίοι τον Θεσσαλίσκο του Ισμηνία και τον ολυμπιονίκη Διονυσόδωρο. Ο Αλέξανδρος άφησε ελεύθερους τους δύο Θηβαίους πρέσβεις, αναγνωρίζοντας ότι αφού εκείνος είχε καταστρέψει την πατρίδα τους, εκείνοι είχαν το δικαίωμα να επιζητούν την ανοικοδόμηση και την ανόρθωσή της με κάθε τρόπο. Στον Αθηναίο Ιφικράτη επέβαλε κάτι σαν τιμητική φυλάκιση. Τον κράτησε κοντά του αποδίδοντάς του τιμές από σεβασμό προς τον διάσημο πατέρα του και, όταν πέθανε από κάποια αρρώστια, έστειλα τα οστά του να ταφούν στην Αθήνα. Ίσως όμως να απέφευγε να έλθει σε άμεση ρήξη με την ισχυρή στη θάλασσα Αθήνα, όπως κι ο Φίλιππος παλαιότερα, πολύ περισσότερο όταν οι Σπαρτιάτες ετοιμάζονταν για πολεμική αναμέτρηση. Λόγω της εξ αρχής δηλωμένης εχθρότητας της πατρίδας του, έθεσε τον Σπαρτιάτη Ευθυκλή υπό περιορισμό, για να τον απελευθερώσει αργότερα, όταν οι νίκες του εδραίωσαν το αίσθημα ασφάλειας.

Ανάμεσα στους συγγενείς των Περσών ευγενών, που είχαν μείνει στη Δαμασκό και συνελήφθησαν από τον Παρμενίωνα, ήταν και η Βαρσίνη. Αυτή ήταν κόρη του Αρτάβαζου, εγγονού Αχαιμενίδη βασιλιά, είχε παντρευτεί αρχικά τον Μέντορα τον Ρόδιο και μετά τον θάνατό του παντρεύτηκε τον αδελφό του Μέμνονα. Όταν συνελήφθη ήταν περίπου 22 ετών, χήρα του Μέμνονα και (σύμφωνα με τον Αριστόβουλο) ο Παρμενίων προέτρεπε τον Αλέξανδρο να συνάψει σχέσεις με αυτήν την ωραία, ευγενούς καταγωγής, με ελληνική παιδεία και σχεδόν συνομήλική του γυναίκα. Τελικά φαίνεται ότι η σχέση αυτή συνήφθη και ως καρπός της αναφέρεται ένας γιος.

Από τη Μάραθο ο Αλέξανδρος προέλασε προς τη Βύβλο (Γκεμπάλ) και τη Σιδώνα (Σάις), που του παραδόθηκαν, και συνέχισε προς την Τύρο. Επειδή ο πόλεμος δεν είχε κριθεί ακόμη, οι Τύριοι αποφάσισαν να μη δεχθούν στην πόλη τους ούτε Πέρσες ούτε Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος απέρριψε και αυτό το αίτημα ουδετερότητας, όπως είχε απορρίψει και εκείνο των Μιλησίων, διότι έπρεπε να καταλάβει όχι μόνο την Τύρο, αλλά ολόκληρη τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Μόνο έτσι θα κατέλυε την κυριαρχία του Περσικού ναυτικού στη Μεσόγειο, δεν θα άφηνε κανένα περσικό θύλακα αντίστασης στα παράλια, θα απέκοπτε την στρατιωτική επικοινωνία των Σπαρτιατών με τους Πέρσες και θα μείωνε τον κίνδυνο να αναλάβουν στρατιωτική δράση οι Αθηναίοι. Υποτάσσοντας τους Τύριους, είτε θα υποχρέωνε σε παράδοση και τους Κυπρίους ή θα τους υπέτασσε εύκολα. Αφού εξασφάλιζε την κυριαρχία του στα παράλια της Μεσογείου, θα μπορούσε να απομακρυνθεί από τις ακτές και να βαδίσει απερίσπαστος στο εσωτερικό της Ασίας.

Ο Δαρείος γνώριζε από την απάντηση του Αλέξανδρου στην πρώτη επιστολή του, ότι η βασιλική οικογένεια δεν αποτελούσε όμηρο, ήλπιζε όμως να αποτελεί ανταλλάξιμο αιχμάλωτο. Η αιχμαλωσία της βασιλικής οικογένειες ήταν δυσβάστακτο βάρος για την αυτοκρατορική Αυλή και τον Μεγάλο Βασιλέα προσωπικά και ήταν δικαιολογημένο να ζητηθεί για δεύτερη φορά η απελευθέρωσή της. Ήταν αυτονόητο ότι αυτή τη φορά το προσφερόμενο αντάλλαγμα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο και ίσως να δελέαζε επιτέλους σε συμβιβασμό τον εισβολέα, που κανείς δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει και επιπλέον είχε ταπεινώσει και τον ίδιο τον Μεγάλο Βασιλέα. Έτσι ο Δαρείος έστειλε και δεύτερη επιστολή, την οποία κατά τον Αρριανό παρέλαβε ο Αλέξανδρος, όταν πολιορκούσε την Τύρο. Κατά τον Κούρτιο ο Αλέξανδρος παρέλαβε τη δεύτερη επιστολή μετά την άλωση της Τύρου. Κατά τον Διόδωρο ο Δαρείος την έστειλε από τη Βαβυλώνα, όπου κατέφυγε μετά τη μάχη της Ισσού, και πριν την αλλαγή του επωνύμου άρχοντα στην Αθήνα (δηλαδή πριν την 16η Οκτωβρίου 332), χωρίς να προσδιορίζεται ακριβέστερα ο χρόνος ή ο τόπος επίδοσης.

Ο Πλούταρχος αναφέρει μία μόνο επιστολή, μετά την επιστροφή του Αλεξάνδρου από την Αίγυπτο στη Φοινίκη με περιεχόμενο ίδιο με αυτό, που οι άλλοι συγγραφείς δίνουν στη δεύτερη. Κατά τον Ιουστίνο ο Δαρείος προσέφερε στον Αλέξανδρο ένα τμήμα της αυτοκρατορίας και μία κόρη του. Επιπλέον, οι δύο Ρωμαίοι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Δαρείος έστειλε στον Αλέξανδρο και μία Τρίτη επιστολή, την παραμονή της μάχης των Γαυγαμήλων.

Με τη δεύτερη επιστολή ο Δαρείος προσέφερε στον Αλέξανδρο 10.000 αργυρά τάλαντα κατά τον Αρριανό και τον Πλούταρχο ή 30.000 αργυρά τάλαντα κατά τον Διόδωρο και όλο το τμήμα της χώρας του από τον Ευφράτη μέχρι την Ελληνική Θάλασσαν (Αιγαίο Πέλαγος) ως λύτρα για την απελευθέρωση της βασιλικής οικογένειας. Επιπλέον αν παντρευόταν μία κόρη του Δαρείου, θα τον είχε φίλο και ως λύτρα για την απελευθέρωση της βασιλικής οικογένειας. Επιπλέον αν παντρευόταν μία κόρη του Δαρείου, θα τον είχε φίλο και ως λύτρα για την απελευθέρωση της βασιλικής οικογένειας. Επιπλέον αν παντρευόταν μία κόρη του Δαρείου, θα τον είχε φίλο και σύμμαχο. Ο Παρμενίων είπε στον Αλέξανδρο πως, αν ήταν στη θέση του, θα δεχόταν την προσφορά και θα σταματούσε τον πόλεμο. Ο Αλέξανδρος του απάντησε πως, αν ήταν ο Παρμενίων, πράγματι αυτό θα έκανε, επειδή όμως ήταν ο Αλέξανδρος, την απέρριψε. Και φυσικά δεν χρειάστηκε να καταφύγει ούτε σε πλαστογραφία ούτε σε άλλη απάτη, προκειμένου να πείσει τους Μακεδόνες να εγκρίνουν την προέλαση. Ο λόγος που έγινε δεκτή η απόρριψη της προσφοράς του Δαρείου ήταν προφανής.

Οι νίκες δεν είχαν κρίνει το αποτέλεσμα του πολέμου ούτε είχαν υλοποιήσει την απόφαση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Στην επιστολή αυτή ο Αλέξανδρος απάντησε με το ίδιο επιτακτικό ύφος όπως και στην προηγούμενη: όλοι οι πόροι του περσικού βασιλείου του ανήκαν και συνεπώς ο Δαρείος δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα, ούτε καν την κόρη του, διότι αν την ήθελε δεν θα χρειαζόταν τη συγκατάθεσή του. Τέλος πρόσταζε το Δαρείο να εμφανισθεί ο ίδιος μπροστά του, αν ήθελε τη φιλανθρωπία του. Με αυτήν την απάντηση ο Αλέξανδρος ξεκαθάριζε ότι η βασιλική οικογένεια δεν ήταν ούτε όμηρος ούτε ανταλλάξιμος κρατούμενος. Ουσιαστικά επαναλάμβανε τη θέση του, ότι στον Πίναρο δεν κέρδισε μόνο τη μάχη, αλλά και το θρόνο της Ασίας, προς τον οποίο προέλαυνε. Είχε τη φιλάνθρωπο διάθεση να παραχωρήσει στο Δαρείο τη θέση υποτελούς βασιλιά, αλλά τον προειδοποιούσε ότι, αν δε παραδινόταν, τον περίμενε η τύχη των αποστατών, που συλλαμβάνονται.

Με τις δύο επιστολές του ο Αλέξανδρος ήθελε να κάνει απόλυτα σαφές στο Δαρείο ότι οι περσικές αντεπιθέσεις δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τη βασιλική οικογένεια. Η σύλληψη και κράτησή της αποτελούσε σοβαρό πλήγμα στο γόητρο και την ψυχολογία του Πέρση βασιλιά, αλλά δεν έπρεπε να αποτελέσει ελαφρυντικό για την επόμενη ήττα του. Έπρεπε να ηττηθεί λόγω της ανεπάρκειάς του και όχι εξ αιτίας αναστρέψιμων παραγόντων, αλλιώς ο αγώνας του Αλέξανδρου δεν θα τελείωνε ποτέ.

 

Η πολιορκία της Τύρου

Ανέκαθεν οι Τύριοι αντιμετώπιζαν από τους Έλληνες τον σημαντικότερο οικονομικό ανταγωνισμό και η θέση τους δεν θα ήταν καθόλου προνομιούχα σε μία ελληνική αυτοκρατορία. Επιπλέον, όπως και πολλοί άλλοι, πίστευαν ότι τελικά θα νικούσαν οι Πέρσες. Είχαν εμπιστοσύνη στην οχυρή θέση της πόλης τους, διέθεταν πολλές μηχανές και μπορούσαν να κατασκευάσουν ακόμη περισσότερες, διότι είχαν πολλούς μηχανοποιούς. Αποφάσισαν λοιπόν να αντισταθούν αποβλέποντας σε ακόμη πιο διευρυμένα προνόμια από την περσική διοίκηση, που μετά την προσδοκώμενη νίκη της θα αντάμειβε τους πιστούς υποτελείς και θα τιμωρούσε τους καιροσκόπους. Μάλιστα σε μια επίδειξη αλαζονείας, σκότωσαν και πέταξαν έξω από τα τείχη τους κήρυκες, που είχε στείλει ο Αλέξανδρος, για να ζητήσουν την παράδοση της πόλης. Ο Κούρτιος εδώ μάλλον χρησιμοποιεί ρητορική ανακρίβεια, για να σπιλώσει τους Τυρίους ως μη σεβόμενους την ασυλία των κηρύκων και να εμφανίσει τη σφαγή, που ακολούθησε την άλωση ως προϊόν δίκαιης αγανάκτησης των Μακεδόνων. Κατά τον Αρριανό το περιστατικό αυτό αφορούσε ναυτικούς, που έρχονταν δια θαλάσσης από τη Σιδώνα.

Η Τύρος σήμερα.

Απ’ την άλλη πλευρά η κατάκτηση της Τύρου ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της πορείας του Αλεξάνδρου. Οι πόλεις της Καρίας, που εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, είχαν περσική διοίκηση, αντίθετα η Τύρος είχε φοινικική διοίκηση, που είτε αποφάσισε να μείνει πιστή στους Πέρσες, είτε να καιροσκοπήσει. Δεν ήταν κάποια περιθωριακή πόλη, που λίγοι την γνώριζαν και κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για την τύχη της. Αντίθετα, είχε μεγάλη οικονομική και ναυτική δύναμη, ήταν ο Ηγεμών της Φοινίκης και αν ο Αλέξανδρος την άφηνε ανυπότακτη, θα έδειχνε αδυναμία και θα ενθάρρυνε τους μεν κατακτημένους να εξεγερθούν, τους δε υπό περσική κυριαρχία, να αντισταθούν. Δύο βολικά όνειρα, που είδε ο Αλέξανδρος, βοήθησαν να πεισθούν όλοι οι επιτελείς του και να αρχίσει η πολιορκία της Τύρου.

Η Τύρος σήμερα.

Η νέα πόλη της Τύρου ήταν χρισμένη πάνω σε ένα νησί σε απόσταση από τη στεριά περί τα 4 στάδια (περίπου 750 μ.), είχε δύο λιμάνια και προστατευόταν από ψηλά τείχη. Το τμήμα του στόλου της, που δεν είχε ακολουθήσει τον Φαρνάβαζο στο Αιγαίο, αποτελούνταν από 80 τριήρεις, όσες είχαν όλοι οι υπόλοιποι Φοίνικες μαζί. Οι Μακεδόνες διέθεταν λίγα – κυρίως βοηθητικά – πλοία και δεν μπορούσαν να επιβάλουν ναυτικό αποκλεισμό. Έτσι επέλεξαν να κάνουν πρόσχωση σε έναν ελώδη πορθμό, που ήταν ρηχός στην ακτή και είχε βάθος 3 οργιών (περίπου 5 μ.) στην πλευρά του νησιού. Κατεδάφισαν την παλιά πόλη της Τύρου, που βρισκόταν στην ηπειρωτική ακτή, και με τα υλικά της άρχισαν να κατασκευάζουν πρόσχωση πλάτους 2 πλέθρων (περίπου 60 μ.), ώστε να φτάσουν μπροστά στα τείχη της νέας πόλης. Για την κατασκευή επιστρατεύθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός των γύρω πόλεων και οι εργασίες προχωρούσαν γρήγορα. Ο Αλέξανδρος επέβλεπε προσωπικά τις εργασίες και έκανε δωρεές σε όσους εργάζονταν σκληρότερα. Όσο δούλευαν κοντά στην ακτή, τα πράγματα πήγαιναν ομαλά και οι Τύριοι διασκέδαζαν με τις μακεδονικές «ανοησίες». Όταν όμως η πρόσχωση προχώρησε στα βαθιά και πλησίασε στα τείχη, οι Τύριοι έπαψαν να διασκεδάζουν. Έβαλαν στα μικρότερα πλοία τοξότες, σφενδονήτες, οξυβελείς και λιθοβόλους καταπέλτες κι έπλητταν τους εργαζόμενους στην πρόσχωση προξενώντας απώλειες στο προσωπικό και εμποδίζοντας τις εργασίες. Τότε οι Μακεδόνες έστησαν δύο ξύλινους πύργους με δερμάτινα παραπετάσματα, που προστάτευαν από τα τοξεύματα τις μηχανές και τους εργαζόμενους και κρατούσαν σε απόσταση τις τριήρεις των Τυρίων. Ως αντίμετρο οι πολυμήχανοι Φοίνικες έφτιαξαν ένα πυρπολικό σκάφος. Φόρτωσαν ένα ιππαγωγό πλοίο με εύφλεκτα υλικά και πολλές δάδες, μόλις βρήκαν κατάλληλο άνεμο, το ρυμούλκησαν με δύο τριήρεις, του έβαλαν φωτιά και το έριξαν στην πρόσχωση. Οι δύο ξύλινοι πύργοι τυλίχθηκαν στις φλόγες και τα πληρώματα των δύο τριήρων με τα βέλη τους εμπόδιζαν την κατάσβεση. Μερικοί Φοίνικες επιβιβάστηκαν σε μικρές βάρκες, περικύκλωσαν το εργοτάξιο, έσπασαν τον χάρακα, που το περιέβαλλε, και έκαψαν όσες μηχανές γλίτωσαν από το πυρπολικό. Ο Αλέξανδρος διέταξε να αυξήσουν το πλάτος της πρόσχωσης για να χωράει περισσότερους πύργους, και οι μηχανοποιοί του έφτιαξαν καινούργιες πολεμικές μηχανές.

Είχε φτάσει στη Τύρο μόνο με χερσαίες δυνάμεις και διαπιστώνονταν ότι δεν ήταν εύκολη η πολιορκία της χωρίς ναυτικό, γύρισε στη Σιδώνα με τους υπασπιστές και τους Αγριάνες, για να πάρει τα πλοία του. Εκεί τον συνάντησαν οι βασιλείς της Αράδου και της Βύβλου, που μετά την παράδοση των πόλεών τους αυτομόλησαν από τον περσικό στόλο με τα 80 πλοία τους. Έφτασαν και 3 τριήρεις από τους Σόλους της Κύπρου και τον Μαλλό, 10 από τη Λυκία και μία πεντηκόντορος από τη Μακεδονία. Κατέπλευσαν επίσης οι βασιλείς της Κύπρου με 120 πλοία καθώς και 10 τριήρεις από τη Ρόδο με επικεφαλής την Περίπολο (το ροδιακό αντίστοιχο της αθηναϊκής Σαλαμινίας). Το πλούσιο νησί της Ρόδου διέθετε έναν από τους ισχυρότερους ελληνικούς στόλους και είχε κατορθώσει να κάνει την ουδετερότητα της σεβαστή από Έλληνες και Πέρσες. Όμως, τα νέα διεθνή δεδομένα, της επέβαλλαν να επανεξετάσει αν την συνέφερε η ουδετερότητα ή η συμμαχία με τον Αλέξανδρο. Αν είναι ακριβής η πληροφορία του Κούρτιου ότι η Ρόδος παραδόθηκε μετά την άλωση της Τύρου, τότε ο υπό την Περίπολο στολίσκσος πρέπει να μετέφερε τους Ρόδιους πρέσβεις, που βολιδοσκόπησαν από κοντά τα πράγματα και τελικά έκαναν τη συμφωνία. Δεν είναι δε καθόλου απίθανο αυτή η αποστολή να μετέφερε και τα δώρα των Ροδίων προς τον Αλέξανδρο.

Αριστερά «Γενίτσαρος» στην Νάουσα. Δεξιά μούμια από την Τάκλα Μακάν.

Τώρα πια όλη η ακτογραμμή της Μεσογείου απ’ το Αιγαίο ως τη Φοινίκη είχε καταληφθεί από τον Αλέξανδρο, οι φοινικικοί στόλοι (εκτός από τον τυριακό) είχαν αυτομολήσει, ο περσικός στρατός στην ανατολική Μεσόγειο έχασε περισσότερα από 200 πλοία και η δύναμή του περιορίσθηκε σε λιγότερο από το μισό. Αντίθετα ο Αλέξανδρος απέκτησε στόλο άνω των 250 πλοίων, εκτός από τον στόλο του Αντίπατρου στο Αιγαίο και του Αμφοτερού στον Ελλήσποντο. Ο αντιπερισπασμός στο Αιγαίο, τον οποίο είχε ξεκινήσει ο Μέμνων, είχε ουσιαστικά αποτύχει, η ανακατάληψη των νησιών (Τενέδου, Λέσβου, Χίου, Κω και Κρήτης) ήταν ζήτημα λίγων μηνών και ο στρατηγικός σχεδιασμόυς του Αλεξάνδρου «να νικήσει από τη στεριά τον περσικό στόλο» επιβεβαιωνόταν πανηγυρικά. Κάποιοι ασφαλώς θα διαπίστωσαν ότι ο Αλέξανδρος ήξερε να ερμηνεύει σωστά τα θεϊκά σημάδια.

Από την Κύπρο και τη Φοινίκη είχαν μαζευτεί στη Σιδώνα πολλοί μηχανοποιοί, οι οποίοι κατασκεύαζαν ένα μεγάλο αριθμό πολιορκητικών μηχανών. Όσο κατασκευάζονταν οι μηχανές και ετοιμαζόταν ο στόλος, για να τις μεταφέρει στην Τύρο, ο Αλέξανδρος με τους τοξότες και τους Αγριάνες υπέταξε τους κατοίκους του Αντιλιβάνου. Κάτι ανάλογο είχε κάνει και στην Κιλικία. Και στις δύο περιπτώσεις το στράτευμα είχε υποχρεωθεί να παραμείνει αδρανές στο κύριο μέτωπο, τότε μέχρι να φτάσει ο Δαρείος στην Κιλικία και τώρα μέχρι να ετοιμαστεί η πρόσχωση και οι πολιορκητικές μηχανές στην Τύρο. Ο Αλέξανδρος άνοιξε και στις δύο περιπτώσεις δευτερεύον μέτωπο με περιορισμένη διάρκεια, για να μην αφήσει ανεκμετάλλευτο το χρόνο και για να δείξει ότι διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Επιστρέφοντας από τον Αντιλίβανο στη Σιδώνα βρήκε τον Κλέανδρο του Πολεμοκράτη, που είχε φτάσει από την Πελοπόννησο με 4.000 Έλληνες μισθοφόρους.

Η πρόσχωση πλησίαζε στο νησί της νέας Τύρου, όταν φύσηξε δυνατός άνεμος και κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της. Τότε σύμφωνα με τον Διόδωρο οι Μακεδόνες έφεραν « από τα βουνά υπερμεγέθη δένδρα» (προφανώς κέδρους του Λιβάνου) και, όπως ήταν ολόκληρα τα κλαδιά τους, τα έμπηξαν στα πλάγια της πρόσχωσης, για να την προστατέψουν από την ορμή των κυμάτων. Κατά τον Κούρτιο ο Αλέξανδρος διέταξε να κατασκευάσουν τη δεύτερη προβλήτα με κατεύθυνση προς τον άνεμο, ώστε να μην είναι εκτεθειμένα τα πλευρά της. Οι Τύριοι για να ενισχύσουν την ασφάλειά τους στην πλευρά της πρόσχωσης, μέσα από το τείχος και σε απόσταση 10 πήχεων (περίπου 4,5 μ.) από αυτό έχτισαν δεύτερο τείχος και γέμισαν το ενδιάμεσο κενό με πέτρες και χώμα.

Όταν ετοιμάσθηκαν οι μηχανές, ο Αλέξανδρος τις φόρτωσε στα ιππαγωγά πλοία και απέπλευσε για την Τύρο με το στόλο έτοιμο για ναυμαχία. Είχε επιβιβάσει ως επιβάτες, όσους υπασπιστές έκρινες κατάλληλους για μάχη καταστρώματος, και είχε αναλάβει τη διοίκηση του δεξιού (προς την ανοιχτή θάλασσα) τμήματος της παράταξης. Μαζί του είχε όλους τους βασιλείς των Φοινίκων και των Κυπρίων εκτός από τον Πνυταγόρα. Ο Κρατερός και ο Πνυταγόρας είχαν τη διοίκηση του αριστερού τμήματος της παράταξης. Οι Τύριοι ήταν αποφασισμένοι να ναυμαχήσουν, αλλά βλέποντας απέναντί τους όλο το υπόλοιπο φοινικικό και ολόκληρο τον κυπριακό στόλο, αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν. Απέσυραν τα πλοία τους στα λιμάνια τους και με τριήρεις έφραξαν τις εισόδους τους. Ο Αλέξανδρος έβγαλε το στόλο του στη παραλία κοντά στην πρόσχωση στο πιο απάνεμο σημείο.

Η Τύρος η σπουδαιότερη από τις φοινικικές πόλεις ήταν χτισμένη σε μικρό νησί που απείχε 700-750 μέτρα από την ακτή, και είχε δύο λιμάνια, το Αιγύπτιο στα νότια και το Σιδώνιο στα βόρεια. Οι Κύπριοι βασιλιάδες, με 120 πλοία και με πολύ έμπειρα πληρώματα, πρόσφεραν ουσιαστική βοήθεια στον Αλέξανδρο και συνέβαλαν αποφασιστικά στην άλωση της Τύρου, η οποία είχε αντέξει μια πολιορκία 7 μηνών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, σε μια ξαφνική επίθεση των Τυρίων κατά του στόλου των Κυπρίων που πολιορκούσε την πόλη από τα βόρεια και βορειοανατολικά, κατόρθωσαν να καταβυθίσουν την πεντήρη του βασιλιά της Σαλαμίνας Πνυταγόρα, την πεντήρη του βασιλιά της Αμαθούντας Ανδροκλή και την πεντήρη του βασιλιά των Σόλων Πασικράτη. Η επίθεση των Τυρίων κατά του κυπριακού στόλου έγινε κατά το μεσημέρι όταν τα κυπριακά πληρώματα ξεκουράζονταν στην ακτή. Ο Αλέξανδρος, επιβαίνοτας φοινικικού πλοίου, επενέβη προσωπικά και έσωσε τον κυπριακό στόλο από περισσότερες καταστροφές. Κατά την τελική επίθεση ενάντια στην πόλη, οι Κύπριοι κατόρθωσαν να καταλάβουν το Σιδώνιο λιμάνι και το βόρειο τμήμα της Τύρου, ενώ οι Φοίνικες κατέλαβαν το Αιγύπτιο λιμάνι. Ο Αλέξανδρος χτυπούσε επίσης την πόλη με πολιορκητικές μηχανές που πλησίασαν στα τείχη της από το “μώλο”, λωρίδα χώματος που κατασκευάστηκε από την απέναντι της Τύρου ακτή, μέχρι το νησί όπου ήταν χτισμένη η πόλη. Στην όλη επιχείρηση ενάντια στην Τύρο, ο Αλέξανδρος βοηθήθηκε και από πολλούς Κυπρίους και Φοίνικες “μηχανοποιούς”, οι οποίοι κατασκεύασαν για λογαριασμό του, και σε σύντομο χρόνο, πολλές πολιορκητικές μηχανές που χτυπούσαν την πόλη από το “μώλο” αλλά και από “ιππαγωγά” πλοία.

Ύφασμα από την Τάκλα Μακάν που βρέθηκε μαζί με τις μούμιες.

Την επόμενη μέρα ο Κύπριος ναύαρχος Ανδρόμαχος επιτέθηκε στο λιμάνι της Τύρου, που έβλεπε στη Σιδώνα, και οι Φοίνικες και στο άλλο λιμάνι, που έβλεπε στην Αίγυπτο. Αυτοί καθήλωσαν τις τριήρεις των Τυρίων μέσα στα λιμάνια και άλλες τριήρεις προσπάθησαν να αγκυροβολήσουν δίπλα στα τείχη, για να προσβάλλουν με τις μηχανές που μετέφεραν. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες πέτρες συγκολλημένες με γύψο και στο σημείο της πρόσχωσης το ύψος τους ήταν 150 πόδια (περίπου 45 μ.). Οι Τύριοι είχαν στήσει πύργους στις επάλξεις προς την πρόσχωση, απ’ όπου έβαλλαν απλά βέλη κατά του προσωπικού και πυρφόρα κατά των πλοίων και των μηχανών. Τα μηχανοφόρα πλοία δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τα τείχη, διότι οι πολιοκρημένοι εκτόξευαν ογκόλιθους, που έπεφταν στη θάλασσα και δημιουργούσαν ένα σύμπλεγμα τεχνητών υφάλων, εμποδίζοντας την προσέγγισή τους. Επιπλέον οι Τύριοι δύτες έκοβαν τα αγκυρόσκοινα των πλοίων, που δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν, για να χρησιμοποιήσουν τις μηχανές. Τα πλοία του Αλεξάνδρου αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν τα αγκυρόσκοινα με αλυσίδες, αλλά η απομάκρυνση των ογκόλιθων ήταν δύσκολο να γίνει από τα ίδια τα πλοία, τα οποία βάλλονταν συνεχώς. Τελικά τους απομάκρυναν με θηλιές από την πρόσχωση και με τις μηχανές τους εκτόξευαν στα ανοιχτά, ώστε να μην εμποδίζουν. Όπου δεν υπήρχαν ογκόλιθοι στη θάλασσα, τα πλοία του Αλεξάνδρου άρχισαν να πλησιάζουν στα τείχη.

Τότε οι Τύριοι επιτέθηκαν στα Κυπριακά πλοία, που απέκλειαν το λιμάνι προς τη Σιδώνα. Με 3 πεντήρεις, 3 τετρήρεις και 7 τριήρεις έκαναν έξοδο την ώρα του μεσημεριανού συσσιτίου, πέτυχαν στον αιφνιδιασμό και βύθισαν την πεντήρη του βασιλιά Πνυταγόρα και άλλες δύο. Ο Αλέξανδρος έτυχε να βρίσκεται στο αγκυροβόλιο, μπήκε σε μία πεντήρη και οδήγησε όσα πλοία επανδρώθηκαν γρηγορότερα κατά των Τυρίων. Αυτοί μόλις τον αντιλήφθηκαν, στράφηκαν προς το λιμάνι, όμως τα περισσότερα πλοία εμβολίσθηκαν και βυθίσθηκαν, μία τριήρης και μία τετρήρης κατελήφθησαν και πολύ λίγα γλίτωσαν. Τα πληρώματα των Τυρίων δεν είχαν απώλειες, διότι εγκατέλειψαν τα πλοία και κατέφυγαν κολυμπώντας στο λιμάνι.

Το ναυτικό των Τυρίων είχε εξουδετερωθεί και οι πολιορκητικές μηχανές άρχισαν να προσβάλλουν το τείχος ταυτόχρονα από την πρόσχωση και από τα μηχανοφόρα πλοία. Τόσο το ανατολικό τμήμα του τείχους (στην πλευρά της πρόσχωσης) όσο και το βόρειο (στην πλευρά της Σιδώνας) αποδείχθηκαν πολύ ισχυρά και οι μηχανές δεν κατάφεραν τίποτα. Σ’ αυτήν την πολιορκία εκτός από τα συνήθη αντίμετρα χρησιμοποιήθηκαν και κάποια άλλα, χαρακτηριστικά της επινοητικότητας των Τυρίων ή του Διόδωρου και του Κούρτιου. Ο Αλέξανδρος τότε περιέπλευσε το νότιο τμήμα του τείχους, όπου εντόπισε κάποιο λιγότερο ισχυρό σημείο και οι μηχανές κατάφεραν να το κλονίσουν. Όμως παρότι γκρεμίστηκε ένα τμήμα του σε μήκος ενός πλέθρου (περίπου 29,5 μ.), οι Τύριοι με έναν καταιγισμό από βέλη απέκρουσαν εύκολα τους Μακεδόνες. Τις επόμενες δύο ημέρες τα μηχανοφόρα δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν στα τείχη λόγω του ισχυρού ανέμου και οι Τύριοι πρόλαβαν να ανοικοδομήσουν πρόχειρα το κατεστραμμένο τμήμα. Την Τρίτη ημέρα ο άνεμος έπεσε και τα μηχανοφόρα άρχισαν και πάλι να προσβάλλουν το τείχος. Μόλις δημιούργησαν ρήγμα, αποσύρθηκαν και πλησίασαν δύο γεφυροφόρα πλοία. Στο ένα επέβαιναν πεζέταιροι με επικεφαλής τον Κοινό και άλλο υπασπιστές με επικεφαλής τον Άδμητο. Στο γεφυροφόρο των υπασπιστών επέβαινε και ο Αλέξανδρος, που ήθελε να σκαρφαλώσει και ο ίδιος στο τείχος. Μερικές τριήρεις επιτέθηκαν στα λιμάνια, για να εμποδίσουν έξοδο του τυριακού στόλου, και άλλες είχαν αναπτυχθεί γύρω από το τείχος με σφενδονήτες, τοξότες και καταπέλτες. Αυτή τη φορά οι μεν Τύριοι προσβάλλονταν με όλα τα μέσα σε όλο το μήκος της οχύρωσής τους οι δε Μακεδόνες για πρώτη φορά έβρισκαν πρόσβαση στα τείχη. Στο σημείο, όπου πολεμούσε ο Αλέξανδρος, απώθησαν τους υπερασπιστές των τειχών και κατέλαβαν πύργους και μεταπύργια. Από εκεί άρχισαν να προχωρούν προς τα ανάκτορα και την πόλη. Οι Φοίνικες έσπασαν τα κλεΐθρα του νότιου λιμανιού και μπήκαν μέσα. Άλλα εχθρικά πλοία τα κατέστρεψαν με λιθοβόλους καταπέλτες και άλλα ρίχνοντάς τα στη στεριά. Οι Κύπριοι μπήκαν στο λιμάνι προς τη Σιδώνα, που δεν είχε κλεΐθρα, και κατέλαβαν εκείνο το τμήμα της πόλης.

Όταν οι Τύριοι είδαν το τείχος και τα λιμάνια τους να κυριεύονται, υποχώρησαν και ανασυντάχθηκαν για να αμυνθούν στο Αγηνόριο. Ακολούθησε σφαγή, κατά την οποία σκοτώθηκαν περί τις 8.000 Τύριοι κατά τον Αρριανό ή 6.000 κατά τον Κούρτιο. Γλίτωσαν οι άρχοντες, ο βασιλιάς Αζέμλικος και μερικοί Καρχηδόνιοι πρέσβεις, που πρόλαβαν να καταφύγουν στο ναό του Μέλκαρθ (του φοινικικού ανάλογου του Ηρακλή). Στην τελική έφοδο σκοτώθηκε ο υπασπιστής Άδμητος, που πάτησε πρώτος το τείχος, και 20 ακόμη υπασπιστές. Σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών σκοτώθηκαν συνολικά περί τους 400 Μακεδόνες.

Από τις περιγραφές της πολιορκίας προκύπτει ότι το μεγαλύτερο διάστημα της πολιορκίας αναλώθηκε στην κατασκευή της πρόσχωσης, η οποία τελικά δεν χρησίμευε σε τίποτα, αφού οι πολιορκητές μηχανές δεν μπόρεσαν να κλονίσουν εκείνο το σημείο του τείχους. Από τη στιγμή, που τέθηκαν υπό τις διαταγές του Αλεξάνδρου οι στόλοι των Φοινίκων και των Κυπρίων, χρειάσθηκαν μόνο λίγες ημέρες, για να αλωθεί η Τύρος. Χωρίς αυτόν το στόλο δεν ήταν δυνατό να προσβληθεί από θαλάσσης το πιο ευπρόσβλητο τμήμα του τείχους και η πολιορκία θα διαρκούσε για άγνωστο διάστημα, μέχρι να εξαντληθούν τα εφόδια των Τυρίων. Ο Αλέξανδρος είχε οργισθεί πολύ με τους Τυρίους και τους τιμώρησε πολύ σκληρά, διότι τον καθήλωσαν επί 7 μήνες και προσέφεραν ανεκτίμητη υπηρεσία στο Δαρείο, ο οποίος στο μεταξύ διενεργούσε μεγάλης κλίμακας επιστράτευση. Όμως η γενναιότητα και η θυσία τους πήγαν χαμένες, διότι παρά την άριστη προπαρασκευή του, ο Δαρείος επρόκειτο να νικηθεί και πάλι.

Η πολιορκία της Τύρου άρχισε τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα (δηλαδή μεταξύ της 16ης Δεκεμβρίου 333 π.Χ. και 15ης Ιανουαρίου του 332 π.Χ.) διήρκεσε 7 μήνες κατά τον Αρριανό και τον Ιώσηπο ή 6 μήνες κατά τον Κούρτιο και αλώθηκε τον μήνα Εκατομβαιώνα (16 Ιουλίου – 15 Αυγούστου του 332 π.Χ.), όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Νικήτας. Αν ο Πλούταρχος είναι ακριβής όταν λέει ότι η άλωση έγινε την τελευταία ημέρα του μήνα, τότε η Τύρος έπεσε περί την 15η Αυγούστου του 332 π.Χ. Μετά την άλωση οι επιζήσαντες τιμωρήθηκαν παραδειγματικά, περίπου 2.000 αιχμάλωτοι απαγχονίστηκαν ή σταυρώθηκαν στην παραλία και 30.000 γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν. Ο Κούρτιος λέει ότι εν ονόματι του Αγήνορα, του κοινού ιδρυτή των δύο πόλεων, οι Σιδώνιοι φυγάδευσαν με τα πλοία τους περί τους 15.000 Τυρίους. Όμως ο ισχυρισμός δεν φαίνεται να ευσταθεί διότι ο αριθμός είναι πολύ μεγάλος, ώστε να μην έγινε αντιληπτή η φυγάδευση, που οπωσδήποτε θα προκαλούσε την οργή του Αλεξάνδρου προς τους συμμάχους του Σιδωνίους. Αν πράγματι επιβιβάσθηκαν στα σιδωνιακά πλοία Τύριοι, το πιθανότερο είναι να αποτελούσαν το μερίδιο των Σιδωνίων από τα ανδράποδα.

Ο Αλέξανδρος γιόρτασε τη νίκη με θυσίες, γυμνικούς αγώνες και λαμπαδηδρομία. Αφιέρωσε στο ναό του Μέλκαρθ τη μηχανή, που γκρέμισε το τείχος, και το ιερό πλοίο του Μελκάρθ, που είχε καταληφθεί κατά την πολιορκία. Στο ιερό πλοίο έγραψε ένα επίγραμμα, αλλά ο Αρριανός το έκρινε ανάξιο μνείας και δεν θέλησε να το καταγράψει.

Η μακεδονική Διοικητική Μέριμνα αντεπεξήλθε με επιτυχία στην πολιορκία της Τύρου. Η σίτιση και υδροδότηση ολόκληρου του στρατού και του νέου μεγάλου στόλου καθώς και των πληθυσμών από τις γύρω πόλεις, που επιστρατεύθηκαν για την επιχωμάτωση, συνιστούσαν ένα τιτάνιο έργο, το σημαντικότερο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αναλαμβάνοντας τη σατραπεία της Συρίας ο Αρίμμας επιφορτιζόταν με ένα νέο πολύ σημαντικό έργο Διοικητικής Μέριμνας, έπρεπε να προετοιμάσει τα αναγκαία για την προέλαση στο εσωτερικό της Ασίας, μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου.