Γεννήθηκε στο Φάληρο, προάστιο των Αθηνών, γύρω στο 348 π.Χ. και πέθανε γύρω στο 280. Πολιτικός και φιλόσοφος, μαθητής του Αριστοτέλη και φίλος του Θεόφραστου. Ο πολιτικός του βίος χαρακτηρίζεται από κάποιο τυχοδιωκτισμό, καθώς άλλαζε με μεγάλη ευκολία στρατόπεδα – από τους αντιμακεδονικούς και τους δημοκρατικούς μεταπήδησε στους ολιγαρχικούς.
Με την εύνοια του Κασσάνδρου έγινε μονάρχης των Αθηνών για δέκα χρόνια. Όπως μαρτυρεί και ο Κικέρων, ο Δημήτριος υποστήριζε αποφασιστικά τα πολιτιστικά δρώμενα της Αθήνας και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους Αθηναίους. Όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλαβε την Αθήνα (307 π.Χ.) ο Φαληρέας κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και εντάχθηκε στο άμεσο περιβάλλον του Πτολεμαίου Α΄ του Σωτήρα.
Η συμβολή του στην οργάνωση και τον εμπλουτισμό της Οικουμενικής Βιβλιοθήκης, σύμφωνα τις διασωθείσες πηγές, υπήρξε καθοριστική. Ήταν, δηλαδή, ο άνθρωπος που ανέλαβε να υλοποιήσει τις επιθυμίες του Πτολεμαίου, τον οποίο μάλιστα ενημέρωνε σε τακτικές συναντήσεις τους (Bayer, Dem.). Οι μόνες πηγές που διαθέτουμε για την εμπλοκή του Φαληρέα με οργανωτικά ζητήματα της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας είναι: η λεγόμενη Επιστολή του Αριστέα, ένα διήγημα που γράφτηκε γύρω στο 168 π.Χ., 100 χρόνια περίπου μετά τον θάνατο του Δημητρίου και μια παραλλαγή της Επιστολής αυτής, που συντάχθηκε από τον βυζαντινό λόγιο Ιωάννη Τζέτζη και περιέχεται σε κώδικα με τα Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην.
Από τις πηγές αυτές φαίνεται ότι ήταν μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν αποφασιστικά τη μετάφραση στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα. Ωστόσο, όσο σημαντική και αν ήταν η συμβολή του στην οργάνωση της Βιβλιοθήκης, φαίνεται ότι δεν έγινε ποτέ προϊστάμενός της, σύμφωνα με αξιόπιστο πάπυρο, όπου καταγράφονται όλοι οι επικεφαλής στη διεύθυνσή της.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο Δημήτριος να κατείχε μια ανώτερη θέση, λ.χ. προσωπικού συμβούλου του Πτολεμαίου για ζητήματα γενικότερης πολιτισμικής φύσεως. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Α΄ περιέπεσε σε δυσμένεια, και πέθανε στην εξορία γύρω στο 280 (Βιβλ. Ι, 168-169).
Είναι λοιπόν ο Αθηναίος πολιτικός που διακρίθηκε ως ρήτορας, συγγραφέας και φιλόσοφος. Για τη ζωή και τη δράση του ειδήσεις παρέχουν ο Διογένης ο Λαέρτιος και το λεξικό Σούδα. Επιλογή μύθων του Αισώπου σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ..
Ο πατέρας του ονομάζεται Φανόστρατος. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραδίδει κάποια είδηση σύμφωνα με την οποία ο Δημήτριος «ήν εκ της Κόνωνος οικίας». Ο Αιλιανός παραδίδει ότι ο Δημήτριος υπήρξε δούλος στο σπίτι του Τιμοθέου, γιού του Κόνωνος.
Οι μελετητές θεωρούν αναξιόπιστη την πληροφορία για τη δουλική καταγωγή του και δεχόταν ότι η οικογένειά του είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια του Κόνωνος. Όταν ήταν νέος είχε φημισμένη ομορφιά, για την οποία είχε αποκληθεί Χαριτοβλέφαρος.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος μαρτυρεί ότι ο Δημήτριος συζούσε με την αριστοκρατικής καταγωγής εταίρα Λαμία. Η παιδεία του ήταν επιμελημένη και υπήρξε μαθητής του Θεοφράστου. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται περιπατητικός φιλόσοφος.
Ως πολιτικός, υπήρξε οπαδός της αντιμακεδονικής μερίδας η οποία είχε ταχθεί κατά του Αντιπάτρου. Απέκτησε πολιτική επιρροή από την εποχή που η Αθήνα πέρασε στη δικαιοδοσία του Κασσάνδρου.
Τότε ο Δημήτριος εκλέχθηκε επιμελητής της πόλης και κυβέρνησε την Αθήνα για δέκα χρόνια ως υπεύθυνος απέναντι στον Κάσσανδρο (317-308). Έδειξε μεγάλη δραστηριότητα στον οικονομικό και τον νομοθεσιακό τομέα. Ανέβασε τις ετήσιες προσόδους της πόλης σε 1.200 τάλαντα και θέσπισε νόμους για την περιστολή της πολυτελούς και έκλυτης διαβίωσης. Ο ίδιος όμως, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έκανε άσωτη και ακόλαστη ζωή.
Το 309 έκανε απογραφή των κατοίκων της Αττικής, η οποία έδειξε ότι στην Αττική κατοικούσαν 21.000 πολίτες, 10.000 ξένοι και 400.000 δούλοι. Η επίδραση της διακυβέρνησής του στο ήθος των πολιτών ήταν ολέθρια.
Για να τον κολακεύσουν, οι πολίτες έστειλαν σε διάστημα τριακοσίων ημερών τριακόσιους εξήντα ανδριάντες του, από τους οποίους οι περισσότεροι τον εικόνιζαν έφιππο ή πάνω σε άρμα.
Η πολιτική σταδιοδρομία του Δημητρίου έληξε το 307 π.Χ., όταν ο Δημήτριος Πολιορκητής έκανε απόβαση στον Πειραιά. Αν και κατείχε τη Μουνιχία και διέθετε σημαντική στρατιωτική δύναμη, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς τράπηκε σε φυγή στη Θήβα και από κει κατέφυγε στην Αίγυπτο.
Οι Αθηναίοι μετά την πτώση του έσπευσαν να καταστρέψουν τους ανδριάντες του, από τους οποίους άλλους έριξαν στη θάλασσα, άλλους πούλησαν και άλλους έκοψαν για να κατασκευάσουν αγγεία, τις λεγόμενες αμίδες.
Στην Αίγυπτο φιλοξένησε τον Δημήτριο ο βασιλιάς Πτολεμαίος ο Σωτήρ. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, ο Δημήτριος έχασε τη βασιλική εύνοια γιατί είχε συμβουλεύσει τον Σωτήρα να προτιμήσει ως διάδοχο τον Πτολεμαίο τον Κεραυνό.
Για τον θάνατο του Φαληρέως υπάρχουν δύο εκδοχές: είτε πέθανε στη φυλακή είτε εξόριστος στην Άνω Αίγυπτο από δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού (280 π.Χ.).
Ο Διογένης ο Λαέρτιος παρέχει κατάλογο των συγγραμμάτων του, που περιέχει 45 τίτλους. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται έργα ρητορικά, πολιτικά, φιλοσοφικά, γραμματικού και φιλολογικού περιεχομένου.
Το έργο του με τον τίτλο Περί της Δεκαετίας παρείχε απολογισμό της δράσης του όταν ήταν επιμελητής της πόλης των Αθηνών. Άλλο σύγγραμά του έφερε τον τίτλο Σωκράτης. Στην πολιτική νομοθεσία ανήκουν τα έργα του Περί της Αθήνησι νομοθεσίας και Περί Των Αθήνησι πολιτειών. Τα έργα του Περί Ρητορικής, Περί Ιλιάδος, Περί Οδυσσείας είχαν τεχνοκρατικό-φιλολογικό περιεχόμενο.
Στα συγγράμματά του περιλαμβάνεται και το έργο Αισωπείων. Είχε ακόμη συνθέσει παιάνες για τον θεό Σάραπι επειδή ανέκτησε τη χαμένη του όραση μετά από δεήσεις στον θεό αυτόν.
Ενόσω έμενε στην Αλεξάνδρεια, έπεισε τον Πτολεμαίο να ιδρύσει την περίφημη Βιβλιοθήκη. Το ύφος του ήταν φιλοσοφικό, αναμεμιγμένο με «ρητορικήν ευτονίαν» και ασυνήθιστα γλυκερό στους δέκα Αττικούς Ρήτορες. Με τον θάνατό του έρχεται το τέλος της φυσικής ρητορείας και ανοίγεται η εποχή της τεχνητής επιδεικτικής ρητορείας.
Το «δημόσιο» και «ιδιωτικό» στις μεταρρυθμίσεις του Δημητρίου του Φαληρέα
Ποιοι ήταν οι Γυναικονόμοι ; …Ποίοι οι Αστυνόμοι;…. Ποιοι οι νόμοι για μια κηδεία ; … Ποιοι οι νόμοι για τα γαμήλια δείπνα ; …Ποιοι οι περιορισμοί στον χρόνο ταφής και στο είδος του ταφικού μνημείου; …Ποιοι είχαν καθήκοντα και την αρμοδιότητα να επιβλέπουν το κόστος μίσθωσης των υπηρεσιών γυναικών που τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού, «άρπας» και «κιθάρας» ;…Ποίοι είχαν αρμοδιότητα να επιβλέπουν τον αριθμό των καλεσμένων σε δείπνα;…Γιατί η τελούμενη σε σπίτι συγγενούς μοιχεία τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, απ’ ότι εάν τελεσθεί αλλού;…Γιατί ο νόμος για την ανθρωποκτονία πρόβλεπε την ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση αυτού που σκοτώνει κλέφτη, ο οποίος έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω τη νύχτα ;…
Στο άρθρο επιχειρείται μια προσέγγιση της νομοθεσίας που αποδίδεται στον Δημήτριο Φαληρέα μέσα από το πρίσμα των κοινωνικών κατηγοριών «δημόσιο» – «ιδιωτικό». Σε αυτό το πλαίσιο η πιο σημαντική μεταρρύθμιση ήταν η βραχύβια αρχή των γυναικονόμων με αποστολή την αστυνόμευση της νομοθεσίας κατά της πολυτέλειας και επιδεικτικής κατανάλωσης. Η επίβλεψη του αριθμού των καλεσμένων σε δείπνα αποτέλεσε την πιο εύγλωττη και ακραία εκδήλωση του περιορισμού του «ιδιωτικού». Στην περίπτωση της αμφισβητούμενης κατάργησης της χορηγίας, η σχέση «δημοσίου» και «ιδιωτικού» δεν ανατράπηκε αλλά διευθετήθηκε με την κατάτμηση του σώματος των άλλοτε υπόχρεων σε χορηγίες και την μεγέθυνση της απόστασης του ἀγωνοθέτη από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα.
Η νομοθετική λειτουργία, δηλαδή η θέσπιση δεσμευτικών κανόνων, ρυθμιστικών της κοινωνικής συμβίωσης, τροφοδοτείται από τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, ρόλους και σύμβολα. Ο νομοθέτης άλλοτε προχωρεί στην πλήρη υιοθέτηση αποκρυσταλλωμένων κοινωνικών κατηγοριών, όπως για παράδειγμα «δημόσιο» – «ιδιωτικό», και άλλοτε επιλέγει να διαρρήξει την καθιερωμένη οριοθέτηση επιλέγοντας να μεγεθύνει το ρυθμιστικό πεδίο του δημόσιου παράγοντα[1].
Στη μελέτη της αθηναϊκής κοινωνίας της κλασικής περιόδου η διαπίστωση ότι το ιδιωτικό «συμπλεκόταν» ή «διαπλεκόταν» (και δεν συγχεόταν) με το δημόσιο με διαφορετικό τρόπο από ότι στις νεωτερικές και μετανεωτερικές κοινωνίες είναι κοινός τόπος.
Οι μελετητές διαφωνούν ως προς την έκταση και την ένταση της διαπλοκής. Έτσι ο M. I. Finley και άλλοι υποστήριξαν ότι η μεγάλη έκταση της δημόσιας σφαίρας σήμανε όχι μόνο την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού αλλά και την ουσιαστική κατάργηση της διάκρισης «δημόσιου – ιδιωτικού»[2]. Στην απέναντι όχθη βρίσκονται οι έρευνες του M. H. Hansen, ο οποίος υποστηρίζει ότι, παρόλη τη μεγέθυνση του «δημοσίου», υπήρξε στην αθηναϊκή κοινωνία, όπως και σε άλλες πόλεις με παρόμοια κοινωνική δομή, μια αυτόνομη, «ιδιωτική» σφαίρα, η οποία περιλάμβανε την ανατροφή των παιδιών, την άσκηση επαγγέλματος καθώς και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες[3].
Στην παρουσίαση αυτή θα εστιάσω στη σχέση «δημόσιου» και «ιδιωτικού» στις κανονιστικές επεμβάσεις του Δημήτριου του Φαληρέα, την περίοδο 317-307 κατά την οποία ηγείτο της πόλης[4]. Η πνευματική συγκρότηση του Δημήτριου, μαθητή του Θεόφραστου, μέλους της Περιπατητικής σχολής και πολυγραφότατου συγγραφέα, καθιστά την αναδιάρθρωση της Αθήνας που επιχείρησε προνομιακό «παράδειγμα» για την αναζήτηση συγκλίσεων, συγκρούσεων ή εξισορρόπησης του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο».
Καταρχήν οφείλω να εξηγήσω για ποιο λόγο περιορίζομαι στη μελέτη των ρυθμίσεων του Δημήτριου του Φαληρέα και δεν επεκτείνομαι στην διερεύνηση της μενάνδρειας κωμωδίας. Παρόλο το γεγονός ότι ένα μέρος της δραματικής παραγωγής του Μενάνδρου παρουσιάστηκε στη σκηνή κατά τη διάρκεια της ἀρχῆς του Δημητρίου, μια ενδελεχής παρουσίαση των σχέσεων «δημοσίου» και «ιδιωτικού» θα απαιτούσε καταρχήν και τουλάχιστον τον χρόνο μιας επιπλέον παρουσίασης. Θα διέτρεχα τον κίνδυνο να επαναλάβω, ως εκ περισσού, όσα πρόσφατα έχουν γραφτεί από την Cynthia B. Patterson[5].
Τα προβλήματα που τίθενται από την κωμωδία είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα που θέτουν κανονιστικά κείμενα, και επομένως χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης.
Επιγραμματικά, θα επεσήμανα ότι ο Μένανδρος εστιάζει τη θεματολογία του στην ιδιωτική σφαίρα, η οποία όμως δεν αντιδιαστέλλεται με το δημόσιο χώρο της πόλης ως πολιτικό υποκείμενο, αλλά εγγράφεται στον δημόσιο χώρο της πόλης νοούμενης περισσότερο ως κοινότητας.
Στον Δημήτριο τον Φαληρέα έχουν αποδοθεί καταχρηστικά νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η αύξηση του αριθμού των μελών της Ηλιαίας όταν δικάζει περιπτώσεις εἰσαγγελίας, η υποχρεωτική αναγραφή του επώνυμου άρχοντα στους περιουσιακούς ὅρους, και η αντικατάσταση της κλήρωσης των αρχόντων με τη διαδικασία εκλογής[6].
Ακόμα και σήμερα πολλοί ιστορικοί χαρακτηρίζουν το σύνολο των παρεμβάσεων του με τον όρο «κώδικας» ή «κωδικοποίηση» (καθ’ υπερβολήν κατά τη γνώμη μου, καθώς κανένας όρος των παραπάνω εννοιών, ακόμα και εν ευρεία εννοία, δεν πληρούται)[7].
Αντίθετα, πιστεύω ότι οι όποιες κανονιστικές παρεμβάσεις του Δημήτριου του Φαληρέα έπρεπε να ικανοποιούν τουλάχιστον δύο πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες,
α) τη συμμόρφωση με τους όρους συνθήκης με τον Κάσσανδρο, η οποία είχε συναφθεί το 317 π.Χ. (γι’ αυτό και η θέσπιση περιουσιακού ορίου για τη συμμετοχή στη διοίκηση των κοινών της πόλης), και β) ο συνακόλουθος περιορισμός κάποιων θεμελιωδών χαρακτηριστικών της αθηναϊκής πολιτείας, όπως η κυριαρχία του δήμου (στο πλαίσιο αυτό και η θέσπιση της αρχής των νομοφυλάκων).
Κυρίαρχο ζήτημα στην αποτίμηση των νομοθετικών πρωτοβουλιών του Δημήτριου του Φαληρέα μέχρι το 1978 ήταν η ανίχνευση φιλοσοφικών, πλατωνικών ή αριστοτελικών, επιρροών.
Η συζήτηση αυτή έμμεσα επηρεάζει και το ζήτημα των σχέσεων «ιδιωτικού» και «δημόσιου», καθώς είναι γνωστός ο ενισχυμένος ρόλος του «δημόσιου» και στις δυο φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Σ’ ένα εκτενές άρθρο του ο H.-J. Gehrke αντέκρουσε με επιτυχία τις παραπάνω θεωρήσεις και αποδέσμευσε την εκτίμηση των νομοθετικών πρωτοβουλιών του Δημήτριου από τις επιρροές φιλοσοφικών σχολών[8]. Σε διαφορετικό πλαίσιο τοποθετεί η O’Sullivan (2009) το σύνολο των νομοθετικών παρεμβάσεων του Δημητρίου του Φαληρέα.
Το εντάσσει στην ευρύτερη πολιτική ατζέντα, η οποία προϋπήρχε στην Αθήνα του ύστερου τέταρτου αιώνα και συνέδεε την ηθική στάση του ατόμου με την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, όμως, οι κανονιστικές ρυθμίσεις του Δημητρίου απομονώνονται, τεχνητά, από το άμεσο ιστορικό τους περιβάλλον.
Ειδικότερα, δύο ρυθμίσεις φαίνεται να μεταλλάσσουν τις σχέσεις «ιδιωτικού» και «δημόσιου», ι) η θέσπιση νομοθεσίας κατά της πολυτέλειας με τρεις ιδιαίτερες εκφάνσεις, περιορισμοί στη μορφή των ταφικών μνημείων, στον τρόπο εκφοράς των νεκρών και εισαγωγή της αρχής των γυναικονόμων και ιι) η εκ θεμελίων αναδιοργάνωση του τρόπου χρηματοδότησης των εορταστικών εκδηλώσεων της πόλης, της χορηγίας.
Ι. Διατάξεις κατά της πολυτέλειας
Πέντε αποσπάσματα αποτελούν το σύνολο των μαρτυριών για την νομοθετική παρέμβαση του Δημήτριου του Φαληρέα κατά της πολυτέλειας ή καλύτερα κατά της επίδειξης ή της «επιδεικτικής κατανάλωσης».
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο Περὶ Νόμων του Κικέρωνα[9 (Γιατί αυτός ο άνθρωπος (ο Δημήτριος), όπως γνωρίζετε δεν ήταν μόνο ευρυμαθής αλλά και πολίτης πολύ έμπειρος στην διοίκηση των δημοσίων υποθέσεων της πολιτείας. Έπειτα, μείωσε την πολυτέλεια όχι μόνο με τη θέσπιση ποινής αλλά και με τη θέσπιση κανόνα σχετικά με το χρόνο διεξαγωγής των κηδειών. Όρισε η ταφή να λαμβάνει χώρα πριν την ανατολή. Επίσης, έθεσε όριο στο μέγεθος των νέων ταφικών μνημείων, ορίζοντας ότι τίποτε άλλο δεν θα χτίζεται πάνω από το μνήμα εκτός από μια στήλη όχι μεγαλύτερη των τριών ποδών, ή μία τράπεζα ή μια λεκάνη. Και όρισε αξιωματούχο για να επιβλέπει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων) ] μας πληροφορεί ότι η ρύθμιση εκτείνεται σε δύο επίπεδα: πρώτον, επιβάλλονται περιορισμοί στον χρόνο εκφοράς των νεκρών και στο μέγεθος των ταφικών μνημείων και δεύτερον, ορίζονται αξιωματούχοι οι οποίοι θα επιβλέπουν την τήρηση των διατάξεων.
Βέβαια, δεν είναι σίγουρο ότι αυτός ο αξιωματούχος θα πρέπει να ταυτιστεί με τους γυναικονόμους, αλλά μου φαίνεται ως η πιο πιθανή και πρόσφορη λύση, καθώς δεν υπάρχει θέσπιση άλλων αξιωματούχων αυτήν την περίοδο[10].
Άλλωστε οι αρμοδιότητες των γυναικονόμων βρίσκονται σε αρμονία με τον περιορισμό της επιδεικτικής κατανάλωσης που επιδιώκεται με την ρύθμιση περί ταφών.
Η θέσπιση των γυναικονόμων αποτελεί ένα επιχείρημα για όσους υποστηρίζουν την πραγματοποίηση μιας συντηρητικής στροφής από τον Δημήτριο Φαληρέα[11], διότι όντας αξιωματούχοι της πόλης είχαν αρμοδιότητες που, τουλάχιστον στην Αθήνα, ισοδυναμούσαν με κάποια μορφή παρέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα των πολιτών.
Τα υπόλοιπα τέσσερα αποσπάσματα, δύο από κωμικούς ποιητές[12 (Ανοίξτε τώρα τις πόρτες, για να είμαστε ορατοί στο φως και να μπορούν να μας δουν, εάν ο γυναικονόμος επιθυμήσει, κάνοντας έφοδο, να ελέγξει τον αριθμό των καλεσμένων, σύμφωνα με τον καινούργιο νόμο, τον οποίο συνηθίζουν να εφαρμόζουν. Αντί γι’ αυτό θα πρέπει να εξετάσουν τα σπίτια αυτών που δεν οργανώνουν δείπνα) ], ένα από τον αττθιδογράφο Φιλόχορο[13 (Και ο Φιλόχορος στο έβδομο βιβλίο της ιστορίας της Αθήνας λέει «οι γυναικονόμοι μαζί με τα μέλη του Αρείου Πάγου εξέταζαν τις συνάξεις στα σπίτια στη διάρκεια γαμήλιων δείπνων ή δείπνων μετά από θυσία» ) ] και ένα από τον Σάμιο ποιητή Λυγκέα[14 (Και ο Χαιρεφώντας, λέει (ο Λυγκέας), ο παράσιτος αφού ήλθε απρόσκλητος σε γαμήλιο δείπνο και έκατσε στην άκρη (του τραπεζιού), όταν οι γυναικονόμοι άρχισαν να αριθμούν τους καλεσμένους και του ζήτησαν να αποχωρήσει, διότι, ενάντια στο νόμο, υπερέβαινε τον αριθμό των τριάντα, αυτός είπε «μετρήστε πάλι αρχίζοντας από εμένα») ], παρέχουν μια άλλη διάσταση των καθηκόντων των γυναικονόμων.
Παρόλη την συνήθη και αναμενόμενη κωμική υπερβολή, η οποία αγγίζει τα όρια του σουρεαλιστικού στο απόσπασμα με τον Χαιρεφώντα, κοινή τους συνισταμένη είναι ότι οι γυναικονόμοι ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο του αριθμού των καλεσμένων σε δείπνο σε ιδιωτική οικία. Η εμφάνιση της διάταξης αυτής στην τοπική ιστορία των Αθηνών του Φιλόχορου ενισχύει την αξιοπιστία των κωμικών μαρτυριών.
Επιπλέον, ο Πλούταρχος στα Ηθικά 666D – 667B αναφέρεται σε νομοθετικές απόπειρες περιορισμού των καλεσμένων σε γαμήλια δείπνα, «καὶ γὰρ τῶν νομοθετῶν τοὺς τῇ πολυτελείᾳ κατὰ κράτος πολεμήσαντας ὁρίσαι μάλιστα τῶν εἰς τοὺς γάμους καλουμένων τὸ πλῆθος», χωρίς να εξειδικεύει περαιτέρω την πληροφορία αυτή.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο Πλούταρχος εντάσσει παρόμοια μέτρα στο πλαίσιο περιορισμού της πολυτέλειας, γεγονός που συνάδει με τη χρονολογική συσχέτιση των αποσπασμάτων με τις κανονιστικές παρεμβάσεις του Δημητρίου.
Οι γυναικονόμοι δεν είναι αξιωματούχοι αποκλειστικά αθηναϊκής κοπής, εμφανίζονται σε πολλές άλλες πόλεις, μεταξύ αυτών στη Σάμο του 4ου αιώνα, στην ελληνιστική Θάσο, στις Θεσπιές της Βοιωτίας, στο Γάμβρειον της Μυσίας, στις Ερυθρές της Ιωνίας και στην Αλεξάνδρεια.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια μαρτυρούνται στη Σπάρτη και στο ιερό της Δήμητρας στην Ανδανία[15]. Στα καθήκοντα τους περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων η επίβλεψη των ιερών χώρων και της αμφίεσης των προσκυνητών καθώς και άλλα λατρευτικά καθήκοντα.
Όπως είναι φυσικό, πολλές ερμηνείες προτάθηκαν για τους Αθηναίους γυναικονόμους. Ο Wehrli είδε στους γυναικονόμους ένα είδος αστυνομίας ηθών, ενώ ο Vatin υποστήριξε, σε πραγματικά αριστοτελικούς όρους, ότι οι γυναικονόμοι αποτελούσαν ένα είδος ασπίδας εναντίον της ενδιάθετης έλλειψης τάξης και οργάνωσης των γυναικών.
Πολύ πρόσφατα ο Azoulay, ακολουθώντας την ερμηνεία του Gehrke, αποδίδει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του Δημητρίου του Φαληρέα (νομοθεσία εναντίον πολυτέλειας και αγωνοθεσία) στην πρόθεση περιορισμού των μέσων επίδειξης της αθηναϊκής ελίτ και κυριαρχίας του ίδιου του Δημητρίου στο αθηναϊκό στερέωμα (εξ ου οι ιστορίες για τον αριθμό των ανδριάντων του Δημητρίου και την καταστροφή τους αλλά και ο εργαλειακός χαρακτήρας των γυναικονόμων)[16].
Είναι αξιοπερίεργο ότι παρόλη την προσοχή που έχει δοθεί στην αναζήτηση του περιεχομένου της νομοθεσίας του Φαληρέα και των κινήτρων του, μόνο ο Williams (1982: 188-190) στην αδημοσίευτη διατριβή του αναφέρεται στην επίδραση της θέσπισης των «γυναικονόμων» στην σχέση «δημόσιου» και «ιδιωτικού».
Εξηγεί την θέσπιση τους με βάση την αρχή ότι ο Δημήτριος ο Φαληρέας είχε ιδεολογικές επιδράσεις από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά και ότι ο ίδιος επεδίωκε, όχι τόσο την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου των μη προνομιούχων στρωμάτων του πληθυσμού, αλλά τον περιορισμό των ευκαιριών κοινωνικής ανάδειξης της ελίτ, μονοπωλώντας τις ευκαιρίες συσσώρευσης κοινωνικού γοήτρου.
Οι δύο περιπτώσεις περιορισμών που αναφέρει ο Κικέρωνας (περιορισμοί στον χρόνο ταφής και στο είδος του ταφικού μνημείου) δεν στοιχειοθετούν prima facie ευθεία παρέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά στην ένταξη ιδιωτικών επιλογών στο δημόσιο χώρο, σ’ ένα οιονεί πεδίο ανταγωνισμού, -έστω και συμβολικού-, όπως είναι τα νεκροταφεία.
Άλλωστε παρόμοιοι περιορισμοί είναι γνωστοί και σε άλλες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Για παράδειγμα, στην Ιουλίδα της Κέω τον 5ο αιώνα π.Χ. οι νόμοι για την ταφή των νεκρών πρόβλεπαν το είδος και τον αριθμό των νεκρικών σαβάνων και τις απαιτούμενες προσφορές [17 (Αυτοί είναι οι νόμοι για τους τεθνεώτες. Να θάπτονται οι νεκροί σύμφωνα με τους παρακάτω όρους. Ο νεκρός να τυλίγεται σε τρία λευκά ιμάτια, ένα ως στρώμα, ένα ως ένδυμα και ένα ως κάλυμμα. Επιτρέπεται και ένα ακόμα (ιμάτιο) αξίας μικρότερης των εκατό δραχμώ.)]. Εξάλλου, τάσεις περιορισμού της επίδειξης και της πολυτέλειας δεν αποτελούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό των παρεμβάσεων του Δημήτριου του Φαληρέα.
Παρόμοιοι περιορισμοί αποδίδονται (με μικρότερη ή μεγαλύτερη πειστικότητα) στο Σόλωνα [18], και στον Λυκούργο [19]. Επιπλέον, ο Banfi (2007) σημείωσε τη, μακρινή και ελάχιστα πειστική, συγγένεια μεταξύ των δέκα ἀστυνόμων της Αθηναίων Πολιτείας και των γυναικονόμων [20].
Θυμίζω ότι οι ἀστυνόμοι, σύμφωνα με την Αθηναίων Πολιτεία παρ. 50.2, είχαν ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα και την αρμοδιότητα να επιβλέπουν το κόστος μίσθωσης των υπηρεσιών γυναικών που τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού, «άρπας» και «κιθάρας» [21].
Επομένως, ο Δημήτριος ο Φαληρέας φαίνεται να συνεχίζει μια πορεία –συντηρητική ή όχι είναι άλλο θέμα- που είχε, ενδεχομένως, ξεκινήσει πολύ πριν το 317. Ήδη από το 1985 η S. C. Humphreys [22] είχε επισημάνει ότι κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις του Λυκούργου προαναγγέλλουν αντίστοιχες παρεμβάσεις του Δημήτριου του Φαληρέα, όπως η συγκέντρωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του νομοπαρασκευάζοντος και του εισηγητή ενός νέου νόμου, την προτροπή του Λυκούργου σε όσους αναλάμβαναν δημόσια αξιώματα να συμβάλλουν οικονομικά στην εκτέλεση των καθηκόντων τους (προάγγελος της ἀγωνοθεσίας) και τέλος στην όχι μόνο συχνότερη αλλά και διευρυμένη χρήση του ενδίκου μέσου της εἰσαγγελίας για αδικήματα ήσσονος σημασίας, στο πλαίσιο της διαπαιδαγώγησης των πολιτών [23].
Το στοιχείο, όμως, που συνιστά ανατροπή της σχέσης «ιδιωτικού» και «δημόσιου» είναι η αρμοδιότητα των γυναικονόμων να επιβλέπουν τον αριθμό των καλεσμένων σε δείπνα. Αυτή η αρμοδιότητα παραβιάζει το σκληρό πυρήνα του ιδιωτικού βίου, τον οἶκο του Αθηναίου πολίτη.
Η παραβίαση του οἶκου σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί με τη σύγχρονη έννοια της παραβίαση της «ιδιωτικότητας» (μια όχι και πολύ κομψή μετάφραση του αγγλικού privacy[24]). Όμως η ιδιαίτερη θέση και προστασία του οἶκου μαρτυρείται από το γεγονός ότι η παραβίαση του συνιστά επιβαρυντική περίσταση σε περιπτώσεις μοιχείας και κλοπής [25].
Ειδικότερα, στην Αθήνα, ο νόμος για την ανθρωποκτονία πρόβλεπε την ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση αυτού που σκοτώνει κλέφτη, ο οποίος έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω τη νύχτα (προφανώς έχοντας μπει στο σπίτι) και το ίδιο στην περίπτωση μοιχού [26].
Ο φονέας απαλλασσόταν από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη μόνον εφόσον αποδείκνυε τις παραπάνω περιστάσεις. Παρόμοια στη μεγάλη επιγραφή της Γόρτυνας, η τελούμενη σε σπίτι συγγενούς μοιχεία τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, απ’ ότι εάν τελεσθεί αλλού [27].
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις δεν εκπονούνται σε συνθήκες εργαστηρίου αλλά απηχούν κοινωνικές πιέσεις, απαιτήσεις ομάδων και ιδεολογικούς προβληματισμούς.
Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση του Δημητρίου εγγράφεται στην πολιτική ατμόσφαιρα που είχε ήδη δημιουργηθεί την εικοσαετία πριν την έλευση του τελευταίου στην αρχή, είχε όμως ως στόχο τον περιορισμό των πρακτικών κοινωνικής επίδειξης και ανομολόγητη στόχευση τον περιορισμό της επιρροής της αθηναϊκής ελίτ.
ΙΙ. Χορηγία – αγωνοθεσία
Ο Δημήτριος πιστώνεται επίσης με τη θέσπιση ενός νέου τρόπου χρηματοδότησης κάποιων εορταστικών εκδηλώσεων της πόλης. Κατάργησε το θεσμό της χορηγίας [28], δηλ. την ανάληψη της υποχρέωσης οικονομικής υποστήριξης του χορού σε θεατρικό ή διθυραμβικό αγώνα από κάποιον από τους ευπορότερους Αθηναίους, και εισήγαγε την ἀγωνοθεσία, δηλ. την ανάληψη από τον δήμο της ευθύνης οργάνωσης όλων των εορτασμών και την ανάθεση της σ’ έναν πολίτη.
Με αυτόν τον τρόπο, η δημόσια εξουσία, ο δήμος, αναλαμβάνει την διοργάνωση και διαχείριση των οικονομικών των εορτασμών και ταυτόχρονα οι εύποροι Αθηναίοι ανακουφίζονται από το οικονομικό βάρος, γεγονός που αποτέλεσε στοιχείο της κριτικής εναντίον της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Δεν είναι βέβαιο εάν η μεταρρύθμιση αυτή στόχευε σ’ έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης «ιδιωτικού» – «δημόσιου», αλλά είναι σίγουρο ότι διατάραξε τις ισορροπίες.
Καταρχήν, διαφοροποιήθηκε ο τρόπος διοχέτευσης του πλούτου των ιδιωτών σε εκδηλώσεις της πόλης. Με το σύστημα της χορηγίας το βάρος επιμεριζόταν στον κύκλο των πιο εύπορων μελών της πόλης (με παρεπόμενο την διαδικασία της ἀντίδοσης [29]), ενώ με την ἀγωνοθεσία το βάρος, αν και κατ’ όνομα αναλαμβάνεται από τον δήμο, πέφτει σ’ ένα άτομο [30].
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αφενός μεν καταλύεται η ισότητα στην αντιμετώπιση των οικονομικών βαρών και διαρρηγνύεται η αλληλεγγύη μεταξύ των υπόχρεων σε ανάληψη λειτουργιών και αφετέρου μεγεθύνεται η απόσταση που χωρίζει τον αγωνοθέτη από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, διάσταση που αναδεικνύεται στην απόδοση τιμών, η οποία κατά τεκμήριο ακολουθούσε.
Δυστυχώς, η χρονολογία εφαρμογής αυτής της μεταρρύθμισης δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά μόνο κατά προσέγγιση. Χορηγοί εμφανίζονται μέχρι και το 313/2 [31] ενώ η πρώτη αναφορά σε αγωνοθέτη καταγράφεται το 307/6 [32].
Σε μια πρόσφατα δημοσιευμένη επιγραφή του έτους 315/4 τιμάται ο Φανόμαχος, ταμίας των Αχαρνέων διότι,
α) τέλεσε τις θυσίες,
β) φρόντισε μαζί με το δήμαρχο για τον εορτασμό των (κατ’ αγρούς) Διονυσίων,
γ) κατέβαλε την τιμή για την κατασκευή αργυρής φιάλης,
δ) λογοδότησε εμπρόθεσμα για την οικονομική διαχείριση, σύμφωνα με τους νόμους της πόλης και τους κανονισμούς του δήμου,
ε) επέστρεψε τα χρήματα που περίσσεψαν από τη διαχείριση,
στ) απολογήθηκε και απαλλάχθηκε από οποιαδήποτε ευθύνη για την θητεία του ως ταμίας [33].
Υποστηρίχθηκε από τον εκδότη της ότι ο τιμώμενος θα πρέπει να είχε διατελέσει αγωνοθέτης και η μεταρρύθμιση αυτή θα πρέπει να είχε υλοποιηθεί στα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του Δημητρίου του Φαληρέα.
Μια πρώτη αντίρρηση είναι ότι έχουμε να κάνουμε με τη διοργάνωση των μικρών Διονυσίων ή κατ’ αγρούς Διονύσια, για το οποίο την ευθύνη είχαν οι δήμοι. Σε αυτούς τους εορτασμούς παραμένει σε ισχύ ο θεσμός της χορηγίας, όπως μαρτυρούν επιγραφές του τρίτου αιώνα π.Χ. (IG ΙΙ2 3109 (= IRhamnous 120)) [34].
Η ασαφής αναφορά στο τιμητικό ψήφισμα στη διαχείριση χρημάτων της πόλης ενδεχομένως να αφορά άλλου είδους προσφορά, συνεισφορά ή εκλογή. Επιπλέον, η επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο τιμώμενος παρέδωσε τον πλεονάζον ποσό από τη διοίκηση του στους Αχαρνείς και όχι στην πόλη.
Υποστηρίχθηκε σιωπηρά από τους υποστηρικτές της άποψης ότι οι μεταρρυθμίσεις του Δημητρίου του Φαληρέα στηρίζονται σε πλατωνικές ή αριστοτελικές επιρροές ότι αυτές οι επεμβάσεις επανακαθόρισαν τα όρια του «δημόσιου» και «ιδιωτικού» στην ύστερη κλασική Αθήνα, προς όφελος του «δημόσιου».
Το μόνο μέτρο, το οποίο συνάδει με τη θεωρία ενίσχυσης της δημόσιας σφαίρας είναι η αστυνόμευση του αριθμού των καλεσμένων σε δείπνα από τους γυναικονόμους.
Αλλά ας μην περάσει απαρατήρητο ότι αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο ρυθμίσεων εναντίον της πολυτέλειας, μια τάση εμφανής ήδη στην προ του 322 Αθήνα. Οι περιπτώσεις που εξετάσθηκαν δείχνουν ότι ενώ κάποιες εκδηλώσεις της ιδιωτικής σφαίρας τέθηκαν καταρχήν υπό την αυστηρότερη επίβλεψη της πόλης, η ιδιωτική πρωτοβουλία και «φιλοτιμία» διοχετεύθηκε προς την επιβλητικότερη εκτέλεση δημόσιων λειτουργιών. Επομένως, η διασύνδεση της μεταρρύθμισης του Δημητρίου με παρεμβάσεις στον ιδιωτικό χώρο προς όφελος του δημόσιου δεν φαίνεται να είναι εύστοχη.
Ο Δημήτριος ο Φαληρέας συνεχίζει, άλλοτε με υπερβάλλοντα ζήλο και άλλοτε λόγω της ιστορικής συγκυρίας, την πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας στο ίδιο μοτίβο. Μια διαρκής διαπραγμάτευση των ορίων «δημοσίου» και «ιδιωτικού», σ’ ένα κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο με εντεινόμενες τάσεις ενίσχυσης ολιγαρχικών λύσεων αλλά με ζωντανή ακόμα την ανάμνηση ενός δημοκρατικού καθεστώτος και λόγου.
ΠΗΓΕΣ:
Ηλίας Ν. Αρναούτογλου
Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του
Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών