Μενού Κλείσιμο

Αναφερόμαστε στην κλασική περίοδο από το 462 π.Χ. έως το 322 π.Χ., την εποχή της Άμεσης Δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα.

Στην ελληνική αρχαιότητα η εκλογική διαδικασία ονομαζόταν «αίρεσις» και οι εκλεγμένοι άρχοντες «αιρετοί». Η ψήφος γεννήθηκε από το αρχαίο ρήμα ψάω, που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο. Οπότε πιθανότατα αναφέρεται σε μια μικρή πέτρα που είχε γίνει λεία με την βοήθεια της τριβής. Η εκλογή των αρχόντων γινόταν κυρίως στην Αγορά και η ψηφοφορία πραγματοποιούνταν «δια Βοής», δηλαδή φώναζαν όλοι μαζί. Άλλοι τρόποι ψηφοφορίας ήταν με ανάταση του χειρός ή σηκώνονταν όρθιοι, με σφαιρίδια, με όστρακα κλπ.

Σύμφωνα με υπολογισμούς, ο γενικός πληθυσμός της πόλης-κράτους των Αθηνών ανερχόταν σε περίπου 250 χιλιάδες, εκ των οποίων 50.000 πολίτες. Στην αρχαία Αθήνα της Άμεσης Δημοκρατίας, οι πολίτες δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους, αλλά λάμβαναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου. Τα πολιτικά σώματα της εποχής ήταν τρία: η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή των Πεντακοσίων και τα Δικαστήρια.

Η Εκκλησία του Δήμου ήταν η κύρια δημοκρατική συνέλευση στην αρχαία Αθήνα, και πραγματοποιούνταν στο λόφο της Πνύκας, στην Αρχαία Αγορά ή στο Θέατρο του Διονύσου. Από το 451 π.Χ. είχαν το δικαίωμα να μετέχουν σε αυτή όλοι οι ενήλικες Αθηναίοι που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποκτούσαν εφόσον ήταν και οι δύο γονείς τους Αθηναίοι πολίτες και αφού είχαν εκπληρώσει τις διετείς στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Αποκλείονταν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα καθώς και όσοι είχαν διαπράξει αδικήματα (άτιμοι). Η Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε το κυρίαρχο όργανο της αθηναϊκής δημοκρατίας, από την οποία εκπορεύονταν όλες οι εξουσίες. Συζητούσε σημαντικά θέματα που αφορούσαν το πολίτευμα, ψήφιζε τους νόμους, εξέλεγε τους στρατιωτικούς και οικονομικούς άρχοντες (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία), αποφάσιζε για τον αριθμό των πολιτών, των μετοίκων και των δούλων που θα επιστρατεύονταν, επέβαλλε την ποινή του θανάτου ή της εξορίας καθώς και τη δήμευση της περιουσίας. Ακόμη, καθόριζε την εξωτερική πολιτική της Αθήνας, έπαιρνε τις αποφάσεις για τη σύναψη ειρήνης ή πολέμου και συμμαχίας με άλλες πόλεις και κράτη, δεχόταν τους ξένους πρέσβεις και εξέλεγε τους πρέσβεις της Αθήνας.[/vc_column_text][vc_single_image image=”9435″ img_size=”full” alignment=”center”][vc_column_text]Η συμμετοχή στη συνέλευση του δήμου ήταν προαιρετική. Ψήφιζαν μόνο οι παρόντες και για να είναι έγκυρη η ψηφοφορία απαιτούνταν τουλάχιστον η παρουσία 6.000 πολιτών. Για να μπορούν να συμμετέχουν και οι πιο φτωχοί Αθηναίοι είχαν θεσπίσει τα “εκκλησιαστικά”, αμοιβή συμμετοχής προς τους 6.000 πρώτους πολίτες που πληρώνονταν από το δημόσιο ταμείο ως αντικατάσταση του εισοδήματος από την εργασία τους, μιας και εκείνες τις μέρες δεν θα μπορούσαν να εργαστούν. Η εκκλησία συνεδρίαζε όλη την ημέρα, ενώ την ημερήσια διάταξη ετοίμαζε η Bουλή των Πεντακοσίων.

Τον 5ο αιώνα, υπήρχαν 10 τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας κάθε χρόνο, μία κάθε μήνα, ενώ μπορούσαν να συγκληθούν και έκτακτες, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Τον επόμενο αιώνα καθορίστηκαν σαράντα συνελεύσεις της εκκλησίας, τέσσερις κάθε μήνα, μία εκ των οποίων ονομαζόταν ‘κυρία εκκλησία’. Η διαδικασία κατά την συνέλευση ξεκινούσε με τους εισηγητές (βουλόμενοι), που μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε πολίτης, σύμφωνα με την αρχή της ισηγορίας, οι οποίοι πρότειναν μια λύση για οποιοδήποτε θέμα π.χ. πόλεμο ή ειρήνη, εξωτερικές σχέσεις, νομισματικά κλπ. Ακολουθούσε συζήτηση και μετά ψηφοφορία. Η ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου ήταν φανερή, γινόταν με ανάταση του χεριού και μια 9μελής εφορευτική επιτροπή μετρούσε τα υψωμένα χέρια για να βγάλει το αποτέλεσμα. Oι 9 μετρητές των ψήφων -εφορευτική επιτροπή- επιλέγονταν το πρωί της διαδικασίας με τυχαίο τρόπο, πριν τη συνεδρίαση της συνέλευσης για να μην μπορούν να δωροδοκηθούν.

Τμήμα κληρωτηρίου του 4ου αι. π.Χ. Μουσείο Αρχαίας Αγοράς, Αθήνα.

Οι Αθηναίοι πολίτες διαιρούνταν σε 10 φυλές. Στην Βουλή των Πεντακοσίων επιλέγονταν 50 άνδρες από κάθε φυλή, συνήθως με κλήρωση με θητεία ενός έτους. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του. Η Βουλή των Πεντακοσίων ήταν υπεύθυνη  για τις ημερήσιες διατάξεις της Εκκλησίας του Δήμου, καθώς και για την επίσημη εκτέλεση των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται στην Εκκλησία. Ήταν υπεύθυνη για τα μισά περίπου διατάγματα που επικυρώνονταν από την Εκκλησία. Οι εργασίες της Βουλής πραγματοποιούνταν κάθε μέρα εκτός από τις μέρες των εορτών. Μόνοι επιλέξιμοι πολίτες, άνδρες πολίτες ηλικίας 30 ετών και άνω και χωρίς προηγούμενες ποινικές διώξεις. Η ηγεσία της Βουλής (η πρυτανεία) εναλλάσσονταν μεταξύ των αντιπροσωπειών της φυλής και μια νέα «πρυτανεία» επιλέγονταν κάθε μήνα με κλήρωση. Ο υπεύθυνος της πρυτανείας αντικαθιστόταν καθημερινά από τα 50 μέλη που επιλέγονταν πάλι με κλήρωση.

Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η Βουλή ανέλαβε πολλές από τις διοικητικές και δικαστικές λειτουργίες του Αρείου Πάγου, ο οποίος διατήρησε το παραδοσιακό του δικαίωμα να εκδικάζει υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Επόπτευε τα οικονομικά του κράτους, το ναυτικό, το ιππικό, τα θρησκευτικά θέματα, τα οικοδομικά και ναυτιλιακά θέματα και τη φροντίδα αναπήρων και ορφανών. Ανέλαβε την εξέταση των δημοσίων υπαλλήλων τόσο πριν όσο και μετά την αποχώρηση των καθηκόντων του για να εξασφαλίσει έντιμη λογιστική και πίστη στο κράτος. Εξέταζε ορισμένες περιπτώσεις παραπομπής δημοσίων λειτουργών για υψηλά εγκλήματα και κακοδιαχείριση ή παράβαση καθήκοντος. Κατά το 450πΧ, καθιερώθηκε η αμοιβή για όσους υπηρετούσαν στη Βουλή. Η βουλή θεωρούνταν ο ακρογωνιαίος λίθος του δημοκρατικού συντάγματος, παρέχοντας έναν τόπο για τις καθημερινές δραστηριότητες και συγκρατώντας τις πολλές διαφορετικές διοικητικές λειτουργίες της κυβέρνησης. Λόγω της εναλλαγής των μελών, θεωρήθηκε ότι η βουλή ήταν απαλλαγμένη από την κυριαρχία των φατριών οποιουδήποτε είδους, αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι πλουσιότεροι πολίτες υπηρέτησαν δυσανάλογα με τους φτωχότερους πολίτες. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη μεγάλη επένδυση χρόνου που απαιτείται, χρόνο που οι φτωχότεροι πολίτες δεν εδύναντο να αφιερώσουν.

Πνύκα, Αρχαία Αθήνα.

Η Ηλιαία ήταν το λαϊκό Δικαστήριο, το κυρίαρχο σώμα του Δήμου στην απονομή της Δικαιοσύνης. Κάθε χρόνο από κάθε φυλή, κληρώνονταν 6.000 Ηλιαστές. Από αυτούς, συνήθως οι 2.000 Ηλιαστές επαρκούσαν για τις καθημερινές ανάγκες των δικαστηρίων. Ηλιαστής είχε δικαίωμα να γίνει, κατόπιν κληρώσεως, οποιοσδήποτε Αθηναίος πολίτης είχε συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας του, εφόσον δεν είχε χρέη προς το Δημόσιο και δεν είχε στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Η Ηλιαία χωριζόταν σε δέκα τμήματα που συνήθως δίκαζαν χωριστά, αλλά σε σοβαρές δίκες δίκαζαν τουλάχιστον δύο τμήματα μαζί ή και περισσότερα. Η επιλογή των δικαστών και η διανομή τους γινόταν επίσης με κλήρωση. Οι Ηλιαστές ξεκινούσαν με το φως του φεγγαριού, πριν ακόμα ξημερώσει για να δώσουν τα στοιχεία τους. Ο καθένας τους είχε την ταυτότητά του, η οποία συνήθως ήταν μια πινακίδα χάλκινη όπου αναγραφόταν: όνομα, πατρώνυμο και δήμος στον οποίο ανήκε. Επίσης, στην πινακίδα ήταν χαραγμένο ένα από τα δέκα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου από το Α έως το Κ που έδειχνε σε ποιο τμήμα της φυλής ανήκε.

Καθημερινά πριν από την έναρξη της δίκης κληρώνονταν οι δικαστές, αλλά και τα δικαστήρια στα οποία θα δίκαζαν. Με αυτόν τον τρόπο οι διάδικοι δεν γνώριζαν τους δικαστές, αλλά ούτε και το δικαστήριο έως την ώρα της εκδίκασης. Επομένως δεν ήταν δυνατό να τους εξαγοράσουν. Το δικαστήριο, ανάλογα με το χρώμα με το οποίο ήταν βαμμένο το υπέρθυρο της εισόδου, έπαιρνε και το όνομά του. Για παράδειγμα, υπήρχε το φοινικιούν δικαστήριο που ξεχώριζε για το κόκκινο υπέρθυρο, το βατραχιούν από το πράσινο κτλ. Η απόφαση του δικαστηρίου έβγαινε αυθημερόν, ύστερα από ψηφοφορία των δικαστών. Κάθε δικαστής κρατούσε στα χέρια του δύο μικρούς χάλκινους δίσκους, τις ψήφους. Η διάτρητη ψήφος ήταν καταδικαστική, ενώ η συμπαγής, αθωωτική. Ο ένορκος πλησίαζε σε δύο τεφροδόχους, έριχνε την πέτρα με την πραγματική του ετυμηγορία στην πρώτη και πετούσε την αχρησιμοποίητη στην δεύτερη.

Από το 681 π.Χ. είχαμε τον επώνυμο άρχοντα, πολιτικό αξίωμα στην αρχαία Αθήνα. Ήταν ένας από τους εννέα άρχοντες, και συγκεκριμένα ο πρώτος. Η διαδοχή των επώνυμων αρχόντων έχει σημαντική ιστορική σημασία, αφού από το όνομά του ονομαζόταν το έτος, ενώ ετίθετο πρώτος στην αρχή των νόμων, των συνθηκών και των δημόσιων επιγραφών. Οι υπόλοιποι οκτώ άρχοντες αποτελούνταν από τον Βασιλεύς, τον Πολέμαρχο και τους 6 Θεσμοθέτες. Ο Βασιλεύς δεν είχε καμιά πολιτική εξουσία και τον απασχολούσαν μόνο θρησκευτικά και δικαστικά καθήκοντα, ενώ ο Πολέμαρχος κατείχε την αρχηγία του στρατού. Αποστολή των 6 Θεσμοθετών ήταν η διατήρηση των παλιών εθίμων και των νόμων (τα θέσμια) και να φτιάχνουν καινούργιους. Οι 9 άρχοντες της Αθήνας εκλέγονταν από τους ευπατρίδες της Αττικής και προέρχονταν από την τάξη τους. Στην αρχή οι άρχοντες ήταν ισόβιοι, έπειτα τους εξέλεγαν για δέκα χρόνια και τελικά για ένα έτος. Κάθε χρόνο επίσης εκλέγονταν με μια απλή ψήφο με αντίχειρα πάνω ή κάτω από την ολομέλεια της Συνέλευσης οι 10 Αθηναίοι Στρατηγοί.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Στην Αθήνα, αν ένα δημόσιο πρόσωπο ατιμαζόταν ή απλώς γινόταν πολύ δημοφιλές για το καλό της δημοκρατίας, μπορούσε να εξοριστεί για 10 χρόνια μέσω ειδικών εκλογών «οστρακισμού», που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη για το θραύσμα αγγείου.

Σε μια εκλογή εξοστρακισμού, κάθε μέλος της Συνέλευσης θα έπαιρνε ένα μικρό κομμάτι κεραμικού και θα του έλεγε να χαράξει το όνομα κάποιου που άξιζε να εξοριστεί. Αν τουλάχιστον 6.000 άνθρωποι έγραφαν το ίδιο όνομα, το άτομο με τις περισσότερες ψήφους διωχνόταν από την Αθήνα για 10 χρόνια.

Ένα διάσημο παράδειγμα είναι ο Θεμιστοκλής, ο Αθηναίος στρατιωτικός ήρωας της μάχης της Σαλαμίνας εναντίον των Περσών, ο οποίος εξοστρακίστηκε το 472 π.Χ. και πέθανε στην εξορία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολιτικοί εχθροί του Θεμιστοκλή προχάραξαν το όνομά του σε εκατοντάδες ή χιλιάδες κεραμικά θραύσματα και τα μοίρασαν σε αγράμματα μέλη της Συνέλευσης.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε λογοδοσία απόλυτη και αυστηρή. Μετά την άσκηση δημοσίων καθηκόντων κάθε πολίτης που τα είχε αναλάβει έπρεπε να κάνει πλήρη απολογισμό. Το ίδιο ίσχυε και για τους πολιτικούς-εισηγητές στην Εκκλησία του Δήμου. Υπήρχαν δε πάρα πολλές υπηρεσίες του αθηναϊκού κράτους που δεν καλύπτονταν από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, όπως σήμερα, αλλά από πολίτες, με κλήρωση, για ένα έτος.